Ηλεκτρικά συστήματα στο σκάφος – Πως θα υπολογίσετε την κατανάλωση ενέργειας του σκάφους σας

Πως θα υπολογίσετε την κατανάλωση ενέργειας του σκάφους σας

Του Ιάσονα Θαλασσινού

Όλοι γνωρίζουμε πως χωρίς ενέργεια, το σύγχρονο σκάφος αναψυχής δεν μπορεί να λειτουργήσει. Και όταν λέμε ενέργεια, εννοούμε το πολύτιμο ηλεκτρικό ρεύμα, που θα δώσει ζωή στα διάφορα συστήματα αλλά και θα ξεκινήσει τις μηχανές μας.

Το ηλεκτρικό σύστημα του αυτοκινήτου μας δεν διαφέρει καθόλου απ’ αυτό του σκάφους μας, σε ό,τι έχει σχέση με τη θεωρία του ηλεκτρισμού. Όμως στην πραγματικότητα σε ό,τι αφορά στην ποιότητα και την ασφάλεια είναι πολύ καλύτερο και κατά συνέπεια ακριβότερο. Όταν μιλάμε για ένα ηλεκτρικό σύστημα σκάφους, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι έχουμε ένα σύστημα, που πρέπει να μας «υπηρετήσει» πιστά κάτω από τις χειρότερες συνθήκες, όπως είναι αυτές της θάλασσας. Αν πάρουμε, για παράδειγμα, ένα αμπερόμετρο αυτοκινήτου και το τοποθετήσουμε σ’ ένα σκάφος, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα το όργανο, όχι μόνο θα σκουριάσει, αλλά και θα πάψει να μας δίνει ένδειξη. Η χρησιμοποίηση οργάνων, τα οποία δεν έχουν σχεδιαστεί καικατασκευαστεί με βάση ειδικές μελέτες και υλικά που μπορούν νΆ αντισταθούν στο περιβάλλον της θάλασσας, αντενδεικνύεται όχι μόνο για λόγους
λειτουργικότητας, αλλά και κινδύνου. Το ίδιο ισχύει και για τα όργανα και για τον υπόλοιπο ηλεκτρολογικό εξοπλισμό μιας ηλεκτρικής εγκατάστασης. Με δύο λόγια το οποιοδήποτε ηλεκτρικό σύστημα δεν μπορεί να «ζήσει» και να λειτουργήσει σωστά, αν δεν είναι καλά προφυλαγμένο από το νερό της θάλασσας και την υγρασία. Επιβάλλεται, λοιπόν, να επιλέγουμε πάντα όργανα και υλικά, που είναι ειδικά σχεδιασμένα και κατασκευασμένα για ναυτική χρήση.

Μια απλή ηλεκτρική εγκατάσταση σκάφους αποτελείται τουλάχιστον από μία ή δύο μπαταρίες, που φορτίζονται ή από το αλτερνέϊτορ της μηχανής ή και από ανεξάρτητη γεννήτρια. Αρχίζοντας, λοιπόν, από την μπαταρία, πρέπει να ξέρουμε ότι με το χρόνο χάνει τη δυνατότητα συγκράτησης φορτίου, πράγμα που επιβάλλει την προσεκτική επιλογή της, έτσι ώστε ακόμα και με το
πέρασμα του χρόνου να μην πάψει νΆ ανταποκρίνεται στις πλέον απαραίτητες ανάγκες του σκάφους.

Η επιλογή της μπαταρίας πρέπει να γίνεται με σχολαστικότητα, ανάλογα με τη χρήση, για την οποία την προορίζουμε. Για να μπορέσουμε όμως να
προσδιορίσουμε τί μπαταρία χρειαζόμαστε, πρέπει πρώτα να είμαστε σε θέση να υπολογίσουμε τα ηλεκτρικά φορτία, που πρέπει να εξυπηρετήσουμε πάνω στο σκάφος και στη συνέχεια να προσδιορίσουμε τον τύπο του αλτερνέϊτορ ή της γεννήτριας που χρειάζεται, για να φορτίσει την μπαταρία. Συνήθως στα μικρά σκάφη έχουμε δύο μπαταρίες, μια γενικής χρήσης και φωτισμού και μια για την εκκίνηση της μηχανής. Οι μπαταρίες αυτές συνήθως φορτίζονται
συγχρόνως από το αλτερνέϊτορ της μηχανής και χρησιμοποιούνται ανεξάρτητα η μια από την άλλη, τις περισσότερες δε φορές μπορούν να παραλληλιστούν μένα διακόπτη.

Η επιλογή της μπαταρίας για την εκκίνηση της μηχανής είναι πολύ εύκολη, γιατί αυτή έχει να εξυπηρετήσει μόνο τη μίζα. Η επιλογή όμως της μπαταρίας γενικής χρήσης απαιτεί κάποια μελέτη, για να προσδιοριστεί το σύνολο των ηλεκτρικών φορτίων, που πρέπει να εξυπηρετήσει. Πριν όμως προχωρήσουμε παραπέρα, θα πρέπει να θυμηθούμε μερικά πράγματα και όρους, για να εμβαθύνουμε περισσότερο στο θέμα. Υπάρχουν πολλές πηγές
ηλεκτρικής ενέργειας, που όμως δεν θα μας απασχολήσουν εδώ. Η μπαταρία ή συσσωρευτής του σκάφους είναι μια ηλεκτροχημική πηγή ενέργειας, δηλαδή παράγει ηλεκτρικό ρεύμα, μετατρέποντας τη χημική ενέργεια σε ηλεκτρική. Κάθε ηλεκτρική πηγή έχει δύο πόλους, που τους ξεχωρίζουμε σε θετικό (+) και αρνητικό (-). Συμβατικά δεχόμαστε ότι, το ρεύμα ξεκινάει από το θετικό πόλο και επιστρέφει στον αρνητικό. Όταν έχουμε μια πηγή ηλεκτρισμού, αγωγούς και μια κάποια κατανάλωση λέμε ότι σχηματίζουμε ένα κύκλωμα
κλειστό, όταν μέσα απΆ αυτό περνάει ηλεκτρικό ρεύμα και ανοιχτό, όταν η ροή του ρεύματος σταματάει.

Μεταξύ των πόλων έχουμε πάντα μια διαφορά δυναμικού, που δημιουργεί το ηλεκτρικό ρεύμα. Όσο μεγαλύτερη είναι αυτή η διαφορά δυναμικού, τόσο ισχυρότερο είναι το ρεύμα. Την ισχύ του ρεύματος την ονομάζουμε τάση, τη
συμβολίζουμε με το γράμμα V και τη μετράμε σε Volt. Τα όργανα, που μετράνε την τάση του ρεύματος, λέγονται βολτόμετρα. Για να μας δώσουν την τάση, τα συνδέουμε παράλληλα με την πηγή, την οποία μετράμε.

Εκτός από την ισχύ του ρεύματος πρέπει να έχουμε υπόψη μας και την ποσότητα, που περνάει από έναν αγωγό ορισμένης διατομής στη μονάδα του χρόνου. Την ποσότητα του ρεύματος την ονομάζουμε ένταση, τη συμβολίζουμε με το γράμμα I και τη μετράμε σε Amperes. Τα όργανα, που μετράνε την ένταση, λέγονται αμπερόμετρα και συνδέονται εν σειρά προς την κατανάλωση.

Τη δυσκολία, που συναντά το ηλεκτρικό ρεύμα, περνώντας από τους αγωγούς, τη λέμε αντίσταση, τη συμβολίζουμε με το γράμμα R και τη μετράμε σε Ohm. Το όργανο που μετράει την αντίσταση, λέγεται ωμόμετρο. Το ωμόμετρο δεν το συνδέουμε ποτέ μόνιμα, παρά μόνο όταν θέλουμε να κάνουμε μέτρηση αντίστασης ή διαπίστωση διακοπής και οπωσδήποτε χωρίς να έχει το κύκλωμα ρεύμα.

Με την ευκαιρία αυτή ας αναφέρουμε το νόμο του Ωμ (Ohm), που όλοι μας λίγο-πολύ θα πρέπει να θυμόμαστε από τα σχολικά μας χρόνια και
ο οποίος καθορίζει τη σχέση, που συνδέει τα τρία αυτά χαρακτηριστικά του ρεύματος. Ο νόμος λέει ότι πάντοτε σΆ ένα κύκλωμα, η ένταση (Ι) είναι ανάλογη προς την τάση (V) και αντιστρόφως ανάλογη προς την αντίσταση (R), δηλαδή I = R/V ή R = V x I ή V = R/I. Είναι φανερό ότι τώρα
μπορούμε να βρούμε την τιμή οποιουδήποτε χαρακτηριστικού του ρεύματος, αν ξέρουμε τις τιμές των άλλων δύο.

Βραχυκύκλωμα ονομάζουμε ένα κύκλωμα με ελάχιστη ή σχεδόν μηδενική αντίσταση. Το βραχυκύκλωμα δημιουργείται, αν ενώσουμε απΆ ευθείας τους πόλους μιας πηγής ή δύο τροφοδοτικών αγωγών. Σε μια τέτοια περίπτωση έχουμε μια απότομη και πολύ μεγάλη αύξηση της έντασης, με καταστρεπτικά αποτελέσματα στις γραμμές μεταφοράς, στις συσκευές που λειτουργούν με το ρεύμα, στις συσκευές που παράγουν ρεύμα και επίσης πρόκληση εγκαυμάτων, πυρκαγιών κ.λπ. Για την προστασία των κυκλωμάτων από βραχυκύκλωμα χρησιμοποιούμε ασφάλειες, αυτόματους διακόπτες,
προστατευτικά πηνία κ.α.

Όλοι ξέρουμε ότι υπάρχουν καλοί και κακοί αγωγοί του ηλεκτρικού ρεύματος
(ηλεκτραγωγά και δυσηλεκτραγωγά σώματα). Τα δυσηλεκτραγωγά σώματα τα χωρίζουμε στις αντιστάσεις, που απλώς κάνουν πιο δύσκολη τη διέλευση του ρεύματος και στους μονωτές, που την αποκλείουν. Μεταχειριζόμαστε τον όρο αγωγιμότητα, για να μετρήσουμε την ευχέρεια διαρροής του ηλεκτρικού
ρεύματος ενός αγωγού. Η αγωγιμότητα είναι το αντίστροφο της αντίστασης (I/V). Τέλος, με τον όρο ηλεκτρική ισχύ εννοούμε το ηλεκτρικό έργο, που παράγεται στη μονάδα του χρόνου. Την ηλεκτρική ισχύ τη συμβολίζουμε με το γράμμα W και τη μετράμε σε Watt. Ένα Watt είναι ίσο με ένα Volt επί ένα Ampere (W = V x I). Πολλαπλάσιο του Watt είναι το κιλοβάτ (kW), που
ισοδυναμεί με 1.000 Watt (1 kW = 1.000 Watt). Αν uέλουμε να συσχετίσουμε ηλεκτρική ισχύ με μηχανική, θα πούμε ό,τι ένας ίππος (hp) ισοδυναμεί με 0,736 kW (1 hp = 0,736 kW = 736 Watt). Αντίστροφα, 1 kW είναι ίσο με 1,36 hp (1 kW = 1,36 hp).

Αφού κάναμε αυτή τη μικρή υπενθύμιση των όρων του ηλεκτρισμού, που ίσως οι περισσότεροι να μη θυμόμασταν, μπορούμε να εξετάσουμε την μπαταρία. Ο συσσωρευτής αποτελείται από τα παρακάτω μέρη:

1. Το δοχείο ή κουτί, που κατασκευάζεται από υλικό, το οποίο αντέχει σε οξέα, όπως ο βακελίτης, το γυαλί, ο εβονίτης, το πλαστικό κ.α. Το υλικό αυτό, εκτός από την αντοχή στα οξέα, έχει και αρκετή μηχανική αντοχή.
2. Τον ηλεκτρολύτη, μια αραιή διάλυση θειικού οξέος.
3. Τις πλάκες μόλυβδου.
4. Τις σχάρες των πλακών (αντιμονιούχος μόλυβδος).
5. Τους συλλέκτες των πλακών. Ο θετικός συλλέκτης ή χτένι συνδέει όλες τις θετικές πλάκες και ο αρνητικός τις αρνητικές.
6. Τα διαχωριστικά που κατασκευάζονται από κάποιο μονωτικό υλικό.
7. Την ενεργό ύλη (μίνιο 33% και λιθάργυρο 67%).
8. Το πώμα και το επίπωμα (καπάκια).
Τα υλικά, που αναφέραμε παραπάνω, αποτελούν ένα στοιχείο. Επειδή όμως
η ηλεκτρική ενέργεια που παράγει ένα στοιχείο, είναι μικρή, χρησιμοποιούμε πολλά στοιχειά μαζί, τα οποία στο σύνολό τους σχηματίζουν την μπαταρία. Η επίσημη ελληνική ονομασία για τις μπαταρίες είναι συσσωρευτές. Σωστότερο όμως θα ήταν να λέγονταν συστοιχίες, μια και αποτελούν ένα σύνολο μεμονωμένων στοιχείων. Ας δούμε λίγα περισσότερα περί συστοιχιών.

Σύνδεση εν σειρά. (Σχήμα 1)
Σ αυτή συνδέουμε τον αρνητικό πόλο ενός στοιχείου με το θετικό του δεύτερου, τον αρνητικό του δεύτερου με το θετικό του τρίτου κ.ο.κ., οπότε έχουμε δύο ελεύθερα άκρα με το θετικό του πρώτου και τον αρνητικό του τελευταίου. Τη σύνδεση εν σειρά τη χρησιμοποιούμε, όταν θέλουμε να έχουμε μεγάλη τάση και μικρή ένταση (πολλά Volts και λίγα Amperes).

Παράλληλη σύνδεση. (Σχήμα 2)
Συνδέουμε όλους τους θετικούς και όλους τους αρνητικούς πόλους χωριστά και παίρνουμε τελικά ένα κοινό θετικό κι ένα κοινό αρνητικό πόλο. Με την παράλληλη σύνδεση έχουμε μεγάλη ένταση και μικρή τάση (πολλά Amperres
και λίγα Volts).

Μικτή σύνδεση. (Σχήμα 3)
Τη χρησιμοποιούμε, όταν θέλουμε συγχρόνως πολλά Volts και πολλά Amperes.

Χωρητικότητα συσσωρευτή λέγεται η ολική ποσότητα ρεύματος, που μπορεί αυτός να μας δώσει σε μια πλήρη εκφόρτιση. Η χωρητικότητα εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως το πάχος, το μέγεθος και ο αριθμός των πλακών, η θερμοκρασία, η πυκνότητα του ηλεκτρολύτη, η ηλικία του συσσωρευτή,
η ένταση φόρτισης και εκφόρτισης, οι καιρικές συνθήκες κ.α. Μετριέται σε Αμπερώρια (Ah) και είναι ανάλογη της έντασης (Ι) και του χρόνου (t). Φόρτιση του συσσωρευτή γίνεται, όταν διοχετεύουμε σΆ αυτόν ρεύμα από εξωτερική πηγή συνεχούς ρεύματος. Με τη φόρτιση διασπάται ο ηλεκτρολύτης σε θετικά ιόντα, που πηγαίνουν προς την κάθοδο, και σε αρνητικά που πηγαίνουν προς την άνοδο. Ο συσσωρευτής θεωρείται φορτισμένος, όταν επί δύο με τρεις ωριαίες μετρήσεις κάθε στοιχείο δείχνει τάση σταθερή 2,7 έως 2,8 Volt, πυκνότητα 1250 έως 1260 Μπωμέ και θερμοκρασία το πολύ 40 έως 45 βαθμούς Κελσίου. Μετά τη διακοπή του ρεύματος η τάση θα πέσει στα 2,2 με 2,3 Volt. Περισσότερα όμως για τη φόρτιση των συσσωρευτών, την απόδοση, τη συντήρηση, τις βλάβες και την εντόπισή τους θα πούμε παρακάτω.

Όπως ήδη είπαμε, η ικανότητα απόδοσης της μπαταρίας μετριέται σε Αμπερώρια (Αh). Για παράδειγμα μια μπαταρία, που μας δίνει 10 Amperes για 10 ώρες, μέχρις ότου η τάση της πέσει σε χαμηλά επίπεδα, λέμε ό,τι αποδίδει 10 x 10 = 100 Ah. Οπωσδήποτε, ο ρυθμός φόρτισης επηρεάζει την
απόδοση σε Αμπερώρια, αλλά ο βασικός αριθμός Αμπερωρίων παραμένει πάντα οδηγός μας. Για τη φόρτισή της η μπαταρία απαιτεί περισσότερα Αμπερώρια απΆ όσα αποδίδει. Αν για παράδειγμα το κάθε στοιχείο της μπαταρίας αποδίδει 30 Αμπερώρια, η συσκευή φόρτισης πρέπει να δίνει
περίπου 40 Αμπερώρια, για να φορτίσει τη μπαταρία. Για καλύτερη απόδοση, η φόρτιση της μπαταρίας θα πρέπει να γίνεται με το 1/10 της χωρητικότητας. Δηλαδή ένας συσσωρειπής 100 Αμπερωρίων θα πρέπει να φορτίζεται για 10 ώρες με 10 Amperes στην αρχή και περίπου 8 προς το τέλος. Κατά τη φόρτιση της μπαταρίας προσέχουμε να μην αυξηθεί η θερμοκρασία πάνω από 40 με 45 βαθμούς Κελσίου.

Το πότε χρειάζεται φόρτιση η μπαταρία μάς το δείχνει το πυκνόμετρο ή μπωμόμετρο. Ο ηλεκτρολύτης μιας φορτισμένης μπαταρίας σε θερμοκρασία δωματίου έχει πυκνότητα περίπου 1250 με 1260 Μπωμέ. Όταν η πυκνότητα πέσει στα 1190 και κάτω, χρειάζεται φόρτιση. Αν η πυκνότητα πέσει στα 1140 με 1130 Μπωμέ, η μπαταρία κινδυνεύει να καταστραφεί οριστικά, αν δεν φορτιστεί αμέσως. Προσοχή όμως χρειάζεται μήπως υπερφορτίσουμε την μπαταρία, οπότε θα θερμανθούν τα στοιχεία, ο ηλεκτρολύτης θα διασταλεί και θα προκληθεί έκκλιση αερίου, που θα γεμίσει το χώρο όπου βρίσκεται
η μπαταρία και είναι ένα επικίνδυνο κι εκρηκτικό μίγμα υδρογόνου και οξυγόνου. Πριν από κάθε φόρτιση πρέπει να κάνουμε την παρακάτω
προετοιμασία:

1. Αφαίρεση των πωμάτων.
2. Αερισμό του χώρου όπου βρίσκεται η μπαταρία.
3. Έλεγχο για να διαπιστώσουμε, αν οι ακροδέκτες είναι καλά στερεωμένοι.
4. Έλεγχο για να διαπιστώσουμε, αν όλα τα στοιχεία έχουν την ίδια τάση, πυκνότητα και θερμοκρασία. Αν ένα στοιχείο έχει μεγαλύτερη τάση από τα άλλα, ίσως είναι θειικωμένο κι αν έχει μικρότερη, βραχυκυκλωμένο. Η διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ των στοιχείων δεν πρέπει να ξεπερνά τους 5 βαθμούς Κελσίου.
5. Επαλήθευση της σωστής τοποθέτησης των πόλων, δηλαδή ο θετικός της πηγής στο θετικό της μπαταρίας κ.ο.κ.

Πρέπει να ελέγχουμε την τάση, την πυκνότητα και τη θερμοκρασία των στοιχείων ανά μια ώρα. Συμβαίνει όμως συχνά να παρατηρούμε ότι, η μπαταρία δεν φορτίζει. Τότε θα πρέπει να εξετάσουμε μήπως:
1. Η μπαταρία είναι απόλυτα φορτισμένη. Αυτό μπορούμε να το ελέγξουμε, ανάβοντας ένα φως ή τροφοδοτώντας μια συσκευή, οπότε θα έχουμε πτώση τάσης και σαν συνέπεια άμεση λειτουργία του φορτισμού.
2. Η μπαταρία είναι τελείως νεκρή. Τότε συνδέουμε παράλληλα μια άλλη ζωηρή μπαταρία για ένα έως δύο λεπτά, οπότε ο φορτιστής, ερεθισμένος από την τάση της βοηθητικής μπαταρίας, θα αρχίσει να εργάζεται. Απομακρύνουμε τη βοηθητική και συνεχίζουμε τη φόρτιση.
3. Το κύκλωμα του εναλλασσόμενου ρεύματος πόλεως είναι νεκρό (καμμένη ασφάλεια, κατεβασμένος διακόιπης ή κακοβαλμένη πρίζα).
4. Στο κύκλωμα εξόδου συνεχούς ρεύματος υπάρχει διακοπή.
5. Αν τίποτα από αυτά που είπαμε δεν συμβαίνει και ο φορτιστής εξακολουθεί να μη λειτουργεί, θα πρέπει νΆ αναζητήσουμε τη βλάβη στο φορτιστή.

Οι πιο συνηθισμένες βλάβες μπαταριών είναι οι εξής:
1. Η θειίκωση.
2. Το βραχυκύκλωμα.
3. Ο αποκεφαλισμός.
4. Η πτώση ενεργού ύλης.
5. Το σπάσιμο σκελετού των πλακών.

Θειίκωση είναι η επικάθιση θειικού μόλυβδου στις πλάκες με άμεσο αποτέλεσμα την αύξηση της εσωτερικής αντίστασης, την άνοδο τη
τάσης και της θερμοκρασίας και την πτώση της πυκνότητας. Τη βλάβη την καταλαβαίνουμε, όταν κατά τη φόρτιση κάποιο στοιχείο μάς δείχνει
μεγαλύτερη τάση και θερμοκρασία και μικρότερη πυκνότητα. Οι αιτίες μπορεί να είναι ο ακαθάριστος ηλεκτρολύτης, η μεγάλη πυκνότητά του, η χαμηλή
στάθμη, οι απότομες μεταβολές της θερμοκρασίας, η αδράνεια της μπαταρίας για πολύ χρόνο ή η μεγάλη ποσότητα ρεύματος στη φόρτιση ή την εκφόρτιση. Η θειίκωση σε ελαφριά μορφή θεραπεύεται, αν διοχετεύσουμε ρεύμα διπλάσιο από τη χωρητικότητα του συσσωρευτή, οπότε διαλύεται ο θειικός μόλυβδος και οι πλάκες παίρνουν πάλι το φυσικό τους χρώμα (οι θετικές καστανό και οι αρνητικές γκρίζο). Αν η θειίκωση προχωρήσει, εκφορτίζουμε την μπαταρία, μεταφέρουμε τον ηλεκτρολύτη σε άλλο δοχείο, βάζουμε στην μπαταρία
απεσταγμένο νερό και τη φορτίζουμε με λίγο ρεύμα. Αν σε 7 με 8 ώρες η πυκνότητα περάσει τα 1205 Μπωμέ, το αντικαθιστούμε με άλλο καθαρό
απεσταγμένο νερό και επαναλαμβάνουμε τη φόρτιση.

Το βραυκύκλωμα της μπαταρίας προκαλείται από πτώση ξένου μεταλλικού
αντικειμένου μέσα στο δοχείο ή από πτώση ενεργού ύλης στον πυθμένα του λόγω υπερφόρτισης, οπότε επέρχεται υπερθέρμανση και στρέβλωση των πλακών. Το βραχυκυκλωμένο στοιχείο το καταλαβαίνουμε από τη μικρότερη τάση και τη μεγαλύτερη ένταση που παρουσιάζει. Αν το βραχυκύκλωμα προέρχεται από πτώση μεταλλικού αντικειμένου, κάνουμε μια ολιγόλεπτη
υπερφόρτιση για να διαλυθεί. Αν ομως προέρχεται από
πτώση ενεργού ύλης, εκφορτίζουμε το στοιχείο, αφαιρούμε τον ηλεκτρολύτη, πλένουμε το στοιχείο πολλές φορές με απεσταγμένο νερό, ξαναβάζουμε τον ηλεκτρολύτη και φορτίζουμε.

Ο αποκεφαλισμός προέρχεται από το κόψιμο μιας από τις κεφαλές του συσσωρευτή, που προκαλείται από πτώση της στάθμης του ηλεκτρολύτη
αφήνοντας τις πλάκες ακάλυπτες, οπότε ξεραίνονται οι κεφαλές τους και κόβονται εύκολα με τις δονήσεις. Τη βλάβη μπορούμε να την αποκαταστήσουμε με συγκόλληση της πλάκας που κόπηκε. Τον αποκεφαλισμό τον καταλαβαίνουμε από το αν κάποιο στοιχείο δεν μας δείχνει τάση.

Η πτώση ενεργού ύλης προέρχεται από υπερένταση κατά τη φόρτιση, οπότε
προκαλείται ηλεκτρόλυση του νερού του ηλεκτρολύτη κι έκκλιση αερίων. Επίσης προκαλείται από κάποιο χτύπημα, όταν εφαρμόζουμε τους ακροδέκτες στους πόλους.

Το σπάσιμο των σκελετών των πλακών προέρχεται από την κακή τοποθέτηση της ενεργού ύλης στις σχάρες των πλακών, τον κακό υπολογισμό του πάχους των σχαρών, την κακή ποιότητα του υλικού, την ύπαρξη φυσαλίδων στις σχάρες ή την κάμψη τους.

Για να διατηρήσουμε σε καλή κατάσταση την μπαταρία μας και για να έχει καλή απόδοση, πρέπει να τη συντηρούμε σωστά. Η σωστή συντήρηση προϋποθέτει τα παρακάτω:
1. Να αερίζεται καλά ο χώρος, όπου βρίσκεται η μπαταρία.
2. Να καθαρίζεται η μπαταρία μια φορά τη βδομάδα στα πώματα και τις συνδέσεις με αραιή διάλυση σόδας σε νερό (περίπου 10 γραμμάρια σόδας σ ένα κιλό νερό).
3. Οι τρύπες αερισμού των καπακιών να είναι πάντα ανοικτές.
4. Οι ακροδέκτες να είναι καθαροί και αλειμμένοι με βαζελίνη.
5. Να συμπληρώνεται η στάθμη του ηλεκτρολύτη με απεσταγμένο νερό, ώστε οι πλάκες να είναι πάντα καλυμμένες.
6. Να μη φορτοεκφορτίζεται με ρεύμα πάνω από το 1/10 της χωρητικότητάς της.
7. Να μην την αφήνουμε αχρησιμοποίητη πάνω από δύο-τρεις εβδομάδες, άσχετα αν είναι φορτισμένη ή εκφορτισμένη.
8. Να σταματάμε τη φόρτιση, αν παρατηρήσουμε αύξηση θερμοκρασίας πάνω από 40 με 45 βαθμούς Κελσίου.

9. Να είναι καλά στηριγμένη στη βάση της και να μην υποφέρει από κραδασμούς και χτυπήματα.

Πολλές μικροβλάβες της μπαταρίας γίνονται αθεράπευτες και προξενούν την πρόωρη καταστροφή της, αν δεν προληφθούν. Με λίγη προσοχή μπορούμε, έστω κι αν δεν είμαστε ειδικοί, να προλάβουμε μεγάλες ζημιές. ΓιΆ αυτό πρέπει να γίνονται τα παρακάτω:
1. Συχνή επιθεώρηση του κουτιού για ραγίσματα και διαρροές. Ένα στραβωμένο κουτί φανερώνει υπερθέρμανση ή υπερφόρτιση. Επίσης
επιβάλλεται ο έλεγχος των πόλων και των ακροδεκτών για χαλαρές συνδέσεις.
2. Έλεγχος για να διαπιστώνουμε, αν το πάνω μέρος της μπαταρίας είναι πάντα καθαρό και στεγνό. Βρώμες και χυμένος ηλεκτρολύτης προκαλούν αυτοεκφόρτιση.
3. Έλεγχος για να διαπιστώνουμε αν τα καπάκια και οι τρύπες αερισμού είναι καθαρά.
4. Έλεγχος τη πυκνότητας, μετά τη συμπλήρωση απεσταγμένου νερού. Η διαφορά στις ενδείξεις ανάμεσα στα στοιχεία δεν πρέπει να ξεπερνά τις 15
μονάδες.
5. Έλεγχος του δυναμό ή του αλτερνέϊτορ, που φορτίζει την μπαταρία πάνω στο σκάφος. Η ζωή μιας μπαταρίας, όσο καλή συντήρηση και να κάνουμε, δεν ξεπερνά τα δύο με τρία χρόνια. Με όσα αναφέραμε παραπάνω δεν επιδιώκουμε το ακατόρθωτο, δηλαδή τη διατήρηση μιας μπαταρίας στην αρχική της απόδοση για πολλά χρόνια. Σκοπός μας είναι να πάρουμε από αυτή ό,τι περισσότερο μπορεί να μας δώσει και, το σημαντικότερο, όταν πρέπει να μας το δώσει.

Ας γυρίσουμε όμως τώρα πίσω, για να δούμε τα κριτήρια για την εκλογή της χωρητικότητας της μπαταρίας γενικής χρήσης πάνω στο σκάφος. Τα φορτία, που πρέπει να εξυπηρετήσει η μπαταρία είναι το άθροισμα των ηλεκτρικών φορτίων, που απαιτούνται για να κινήσουν όλες τις ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές του σκάφους. Αν για παράδειγμα η ηλεκτρική ισχύς των ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών του σκάφους είναι 360 Watt σε ένα 12βολτο σύστημα, τότε η ένταση θα είναι 30 Amperes (240 Watt / 12 Volt = 30 Amperes). Το παρακάτω παράδειγμα μας δίνει τα πιθανά φορτία κάποιου υποθετικού σκάφους με ηλεκτρικό σύστημα 12 ή 24 Volt.

Φωτισμός εσωτερικός 400 Watt
Ηλεκτρικό ψυγείο 180 Watt
Φώτα ναυσιπλοΐας 85 Watt
Ραδιοτηλέφωνο 250 Watt
Ηλεκτρικές αντλίες 80 Watt
Εξαεριστήρας 40 Watt
Διάφορα ηλεκτρονικά 160 Watt
Επιπλέον όργανα 100 Watt

Σύνολο 1.295 Watt

1.295 Watt/24 Volt = 54 Amperes, αντίστοιχα,
1.295 Watt/12 Volt = 108 Amperes

Το παραπάνω παράδειγμα, που είναι καθαρά ενδεικτικό, πρέπει να γίνεται από τον κάθε ιδιοκτήτη σκάφους, όχι μόνο για την επιλογή της μπαταρίας, αλλά και για τη δική του ενημέρωση. Η χωρητικότητα της μπαταρίας όμως πρέπει να υπολογιστεί διαφορετικά, μια και είναι αδύνατο όλη αυτή η ένταση να χρειαστεί την ίδια στιγμή, δηλαδή να δουλεύουν συγχρόνως όλα τα εσωτερικά φώτα του σκάφους, το ηλεκτρικό ψυγείο, τα φώτα ναυσιπλοΐας, το ραδιοτηλέφωνο, οι ηλεκτρικές αντλίες, ο εξαεριστήρας, όλα τα ηλεκτρονικά και όλα τα επιπλέον όργανα.

Συνήθως μέσα σε 24 ώρες στη θάλασσα ή και στο λιμάνι το σκάφος του παραδείγματός μας, πάντα υποθετικά, θα έχει την κατανάλωση του παρακάτω παραδείγματος.

Φωτισμός εσωτερικός, 3 φώτα x 20 Watt x 5 ώρες 300 Βατώρες
Ηλεκτρικό ψυγείο, 6 ώρες x 180 Watt 1.080 Βατώρες
Φώτα ναυσιπλοΐας, 4 φώτα x 85 Watt x 4 ώρες 1.360 Βατώρες
Ραδιοτηλέφωνο, 1 ώρα x 250 Watt 250 Βατώρες
Ηλεκτρικές αντλίες, 2 αντλίες x 80 Watt x 2 ώρες 320 Βατώρες
Εξαεριστήρας, 2 ώρες x 40 Watt 80 Βατώρες
Διάφορα ηλεκτρονικά, 1 ώρα x 160 Watt 160 Βατώρες
Επιπλέον όργανα, 2 ώρες x 100 Watt 200 Βατώρες

Σύνολο κατανάλωσης 3.750 Βατώρες

3.750 Βατώρες / 24 Volt = 224 Αμπερώρια, αντίστοιχα,
3.750 Βατώρες / 12 Volt = 312,5 Αμπερώρια.

Ο υπολογισμός αυτός είναι περισσότερο ρεαλιστικός και μας δίνει μια πολύ καλή εικόνα για την επιλογή της συστοιχίας που χρειαζόμαστε σε ένα μικρό σκάφος, γιατί σε ένα μεγαλύτερο, τα πράγματα διαφοροποιούνται και δεν είναι της παρούσης.