Ελάτε να μάθουμε ιστιοπλοΐα
Ιστιοφόρα ΣκάφηΜια σύντομη εισαγωγή στην τέχνη του πανιού
Του Μάκη Ματιάτου
Η θάλασσα ανήκει σε όλους μας. Άλλοι τη χαίρονται από την παραλία και άλλοι μέσα σε ένα μικρό η μεγάλο σκάφος αναψυχής. Τα μυστικά της θάλασσας και του σκάφους, ιδιαίτερα του ιστιοφόρου, δεν είναι ευρύτερα γνωστά σε όλους. Αυτά τα μικρά βασικά μυστικά θα προσπαθήσουμε να προβάλλουμε παρακάτω, επιχειρώντας ένα κέντρισμα για όσους ενδιαφέρονται για το σπορ ή καλύτερα την τέχνη.
Για χάρη των νεοφερμένων στο θαυμαστό κόσμο της ιστιοπλοΐας ετοιμάσαμε έναν μικρό «οδηγό» με τις πλέον συχνές ερωτήσεις και απαντήσεις, που συνοδεύονται από κατανοητά και χαρακτηριστικά σχήματα. Πολλές φορές χρειάζεται να εξηγήσουμε το πώς και το γιατί, με πολύ λίγα λόγια. Η δυσκολία βρίσκεται στο ότι θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε λέξεις και όρους, που δεν είναι γνωστοί παρά μόνο σ? αυτούς που έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Εδώ Θα προσπαθήσουμε να αποφύγουμε τη ναυτική ορολογία όσο είναι εφικτό. Άλλωστε, ο σκοπός μας είναι να φέρουμε περισσότερο κόσμο κοντά μας, που αφού εξοικειωθεί πρώτα με τις έννοιες, θα μάθει στη συνέχεια και τη ναυτική γλώσσα. Και κακά τα ψέματα, η γλώσσα της θάλασσας και ειδικότερα της ιστιοπλοΐας διαφέρει πολύ από τη γλώσσα της στεριάς. Θα προσπαθήσουμε να αποφύγουμε τεχνικούς όρους και αναλύσεις δυνάμεων με φυσική και μαθηματικά. Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, από την αρχή.
Πώς λειτουργούν τα πανιά;
Ο αέρας επιταχύνεται περνώντας πάνω από μία καμπύλη επιφάνεια, ενώ διατηρεί την ίδια ταχύτητα όταν περνάει από μία ευθεία. Από την πλευρά της καμπύλης δημιουργείται υποπίεση, ενώ αντίθετα από την ευθεία, πίεση. Η διαφορά πίεσης και υποπίεσης δημιουργεί μία δύναμη, που δίνει κίνηση στο σκάφος μέσω των πανιών. Το πανί του σκάφους (σχ. 1) είναι μία αεροτομή όπως αυτή των φτερών του αεροπλάνου (σχ. 2). Για να το καταλάβουμε καλύτερα και να το δούμε στην πράξη αρκεί να κάνουμε το πείραμα με το κουτάλι στη βρύση του νεροχύτη μας (σχ. 3).
Πώς κάνουμε το σκάφος να κινηθεί;
Αν κάτσουμε μέσα στο σκάφος και αφήσουμε ελεύθερο το πανί να «παίζει», το σκάφος δεν θα κινηθεί (σχ. 4). Αν πάρουμε μέσα λίγο το πανί, ο αέρας θα του δώσει το αεροδυναμικό σχήμα που χρειαζόμαστε για να σχηματιστεί η αεροτομή, που θα του δώσει κίνηση (σχ. 5). Επειδή στο σκάφος δεν έχουμε φρένο, για να το σταματήσουμε, αφήνουμε ελεύθερο το πανί, όπως φαίνεται στο σχήμα 4.
Πώς διευθύνουμε το σκάφος;
Γυρίζουμε τη λαγουδέρα αντίθετα από την κατεύθυνση, που θέλουμε να πάμε (σχ. 6). Αν έχουμε ρόδα τιμόνι, τη γυρίζουμε προς την κατεύθυνση που θέλουμε. Το τμήμα του τιμονιού (πηδάλιο) που βρίσκεται μέσα στο νερό αλλοιώνει τη ροή του νερού και κάνει την πρύμη του σκάφους να στραφεί αντίθετα προς την κατεύθυνση που θέλουμε. Φυσικά, αν για παράδειγμα η πρύμη μας γυρίσει δεξιά, η πλώρη μας γυρίζει αριστερά. Αντίθετα με το αυτοκίνητο, το σκάφος στρέφεται δεξιά-αριστερό γύρω από έναν νοητό άξονα, που βρίσκεται περίπου στη θέση του καταρτιού (σχ. 6).
Πόσο παίρνουμε το πανί μέσα για να δώσουμε κίνηση;
Τα πανιά λειτουργούν καλά περίπου στις 45 μοίρες από τον αέρα. Το ιστιοφόρο δεν μπορεί να ταξιδέψει τελείως κόντρα στον αέρα. Όταν ταξιδεύουμε προς τον καιρό (όρτσα), στις 45 μοίρες περίπου, φέρνουμε το πανί αρκετά μέσα, κοντά στο κέντρο του σκάφους (σχ. 7). Όταν ταξιδεύουμε πλάγια, δηλαδή με τον καιρό από την πλευρά (πλαγιοδρομία), ανοίγουμε το πανί ανάλογα, για να βρίσκεται στις 45 μοίρες ως προς την κατεύθυνση του αέρα (σχ. 8). Όταν Θέλουμε να ταξιδέψουμε με τον καιρό μεταξύ πλευράς και πρύμης (λασκάδα, δευτερόπρυμα), ανοίγουμε ακόμα περισσότερο το πανί, έτσι ώστε να σχηματίζει πάντα γωνία 45 μοίρες με τον αέρα (σχ. 9). Όταν θέλουμε να ταξιδέψουμε με τον καιρό από την πρύμη (κατάπρυμα,
καταβέλονα), το πανί δεν λειτουργεί σαν μία αεροτομή, αλλά σαν συλλέκτης του αέρα, που μας σπρώχνει προς την κατεύθυνσή του.
Πώς γίνεται το σκάφος να μην παρασύρεται προς τα πλάγια;
Φυσιολογικά, εφόσον ο αέρας φυσάει από την πλευρά (μπάντα), θα πρέπει να μας παρασύρει προς την κατεύθυνση προς την οποία πνέει (σχ. 10). Όμως αυτό δεν συμβαίνει στην κυριολεξία. Το θέμα είναι αρκετά πολύπλοκο για να εξηγηθεί εύκολα σ? αυτό το σημείο. Θα αρκεσθούμε να πούμε μόνο πως, το τμήμα του σκάφους που βρίσκεται μέσα στο νερό (ύφαλα, καρίνα) προβάλλει κάποια αντίσταση στην προς τα πλάγια κίνηση του σκάφους (σχ. 11). Ας δοκιμάσουμε να σφίξουμε με βρεγμένα χέρια ένα σαπούνι. Οι δύο πλευρικές
δυνάμεις από τις χούφτες μας είναι αντίστοιχα ο αέρας και η αντίσταση (σχ. 12). Το αποτέλεσμα θα είναι το σαπούνι να «εκτοξευτεί» μπροστά…
Πώς γίνεται και δεν αναποδογυρίζει το σκάφος;
Είναι πολύ δύσκολο ένα σκάφος να αναποδογυρίσει (μπατάρει) από τον αέρα. Καθώς γέρνει προς τη μία πλευρά (κουπαστάρει) από τη δύναμη του αέρα στο πανί, ο αέρας διαφεύγει και ελαφρώνει το πανί. Μπορεί, βέβαια, το σκάφος να αναποδογυρίσει από τον πλευρικό αέρα (σχ. 13) αν δεν αφήσουμε έγκαιρα ελεύθερο το πανί και το τιμόνι. Αφήνοντας ελεύθερο το πανί και το τιμόνι, το σκάφος επανέρχεται στην όρθια θέση του.
Πώς ζυγίζεται το σκάφος όταν ταξιδεύει;
Πράγματι, το όλο θέμα είναι ένα ζύγισμα ή καλύτερα μία ισορροπία δυνάμεων. Ο αέρας στο πανί τείνει να μας αναποδογυρίσει. Η δύναμη αυτή του αέρα εξισορροπείται από τρεις άλλες δυνάμεις, το βάρος μας α (αφού καθόμαστε από την άλλη πλευρά για ζύγισμα), την αντίσταση του νερού στα ύφαλα β και την καρίνα και την άνωση (άντωση) στο μέρος του σκάφους που βυθίζεται περισσότερο στο νερό με το κουπαστάρισμα γ, όπως φαίνεται στο σχήμα 14. Γενικά, η εγκάρσια ισορροπία (εγκάρσια ευστάθεια) του σκάφους είναι θέμα
ζυγίσματος, με άξονα το σημείο Α του σχήματός μας.
Πώς ταξιδεύουμε προς τον προορισμό μας;
Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, θα χρειαστεί να μπούμε σε κάποια ορολογία, που είναι και η βασική στο σημείο αυτό. Ανάλογα με την πορεία μας σε σχέση με τον αέρα έχουμε τις ακόλουθες βασικές ιστιοπλοϊκές πλεύσεις:
Κατάπλωρα (σχ. 15).
Με τον αέρα από την πλώρη σε 0 μέχρι 45 μοίρες περίπου, δεν μπορούμε να ταξιδέψουμε, γιατί βρισκόμαστε στη νεκρή ζώνη. Αν ο προορισμός μας είναι προς την διεύθυνση του αέρα, ταξιδεύουμε με ζικ-ζακ.
Κατάπρυμα (σχ. 16).
Με τον αέρα στις 180 μοίρες από την πλώρη, στην πλεύση αυτή, όπως είδαμε παραπάνω, το πανί μας λειτουργεί σαν συλλέκτης του αέρα, που μας σπρώχνει στον προορισμό μας.
Όρτσα (σχ. 17). Με τον αέρα στις 45 μοίρες από την πλώρη.
Πλαγιοδρομία (σχ. 18). Με τον αέρα στις 90 μοίρες από την πλώρη.
Δευτερόπρυμα (σχ. 19). Με τον αέρα στις 135 μοίρες από την πλώρη.
Για να ολοκληρώσουμε, θα πρέπει να αναφερθούμε και στις αλλαγές
κατευθύνσεων, πάλι σε σχέση με τη διεύθυνση του αέρα. Λέμε, λοιπόν, πως κάνουμε τακ όταν γυρίζουμε από τα όρτσα (σχ. 17), δεχόμαστε τον αέρα από την άλλη πλευρά (σχ. 20) και συνεχίζουμε να ταξιδεύουμε προς τον καιρό.
Όταν αλλάζουμε πλευρό (μπράτσο) από τα δευτερόπρυμα (σχ. 19) και συνεχίζουμε να ταξιδεύουμε αποκρινόμενοι από τον καιρό (σχ. 21), λέμε πως κάνουμε μπότΖα ή τσίμα. Ας πάρουμε όμως το παράδειγμα του σχήματος 18, όπου ταξιδεύουμε στην πλαγιοδρομία. Αν αλλάζοντας πορεία γυρίσουμε προς τον καιρό, λέμε πως ορτσάρουμε, ενώ αντίθετα, αν γυρίσουμε μακριά από τον καιρό λέμε πως ποδίζουμε.
Για να ανακεφαλαιώσουμε, λέμε ότι κάνουμε τακ, όταν αλλάζουμε πορεία για να πάρουμε τον αέρα από την άλλη μπάντα και η πλώρη μας περνάει από τη νεκρή ζώνη του καιρού (σχ. 22).
Αντίθετα, λέμε ότι κάνουμε μπότζα, όταν αλλάζουμε πορεία για να πάρουμε τον αέρα από την άλλη μπάνια και η πρύμη μας, σ? αυτή την περίπτωση, είναι εκείνη, που περνάει από τη διεύθυνση του καιρού, όπως φαίνεται στο σχήμα 23.
Η ιστιοπλοΐα δεν είναι βέβαια τα όσα είδαμε εδώ. Επιχειρήσαμε μία εισαγωγή μόνο σαν ένα κέντρισμα στους νέους και νέες αλλά γιατί όχι και για τους λίγο μεγαλύτερους, που θέλουν να γνωρίσουν ένα τελείως διαφορετικό κόσμο, αυτόν της ιστιοπλοΐας.