Τα χειριστήρια των πανιών

Μια γνωριμία με τα controls της ιστιοφορίας και του τριμαρίσματος

Του Μάκη Ματιάτου

Τα πανιά, η κινητήρια δύναμη του ιστιοφόρου σκάφους, τριμάρονται ανάλογα με τις ανάγκες της πλεύσης, που ακολουθούμε, αλλά και τις συνθήκες του καιρού. Τη δυνατότητα ρύθμισης της γωνίας πρόσπτωσης, του βάθους, του twist κ.λπ. μας δίνουν διάφορα σκοινιά και άλλα εξαρτήματα της ιστιοφορίας. Το κάθε πανί έχει τα δικά του controls, τα οποία θα αναλύσουμε ξεχωριστά.

Η ιστιοπλοΐα έχει τη δική της ορολογία και ονοματολογία, που στ? αυτιά του αμύητου ίσως να ακούγεται παράξενα. Πολλά στοιχεία, όπως θα δούμε παρακάτω, δεν έχουν ελληνική ρίζα, γιατί η εξέλιξη της ιστιοπλοΐας αναψυχής δεν είχε να δείξει πολλά, από τα παλιά χρόνια μέχρι το τέλος, σχεδόν του περασμένου αιώνα. Η ελληνική ονοματολογία, όμως, έχει καθαρά τις ρίζες της στους δικούς μας παλιούς ναυτικούς, που διέσχιζαν τα πελάγη με εμπορικά ιστιοφόρα σκάφη. Αλλά, ας δούμε ποια είναι τα χειριστήρια εκείνα, που μας επιτρέπουν να τριμάρουμε τα πανιά μας, ανάλογα με τις συνθήκες του και καιρού.

Μεγίστη

Τα χειριστήρια της μαΐστρας είναι η σκότα, ο σιδηρόδρομος με το βαγονάκι της σκότας, το boom vang, το Cunningham, το outhaul, τα μουδόσκοινα με τα
τσαμαντάλια, το μαντάρι, το μπαλαντσίνι και το κρυφό.

Η σκότα της μαΐστρας είναι ένα σκοινί, που με τη βοήθεια ενός σιδηροδρόμου με βαγονάκι, ανοίγει ή κλείνει τη μάτσα στην επιθυμητή γωνία με την κεντρική γραμμή του σκάφους (σχήμα 1). Φερμάροντας τη σκότα, η μάτσα έρχεται μέσα μέχρι να φτάσει σε σημείο παράλληλο με την κεντρική γραμμή του σκάφους. Στη θέση αυτή, αν συνεχίσουμε να φερμάρουμε τη σκότα, «στεγνώνουμε» τη μαΐστρα, κάνοντάς την πιο επίπεδη. Λασκάροντας τη σκότα, η μάτσα στρέφεται προς την υπήνεμη πλευρά του σκάφους και η μαΐστρα γεμίζει.


Ταξιδεύοντας στα πρύμα-δευτερόπρυμα, με ταχύτητα πραγματικού ανέμου μέχρι 15 κόμβους, λασκάρουμε σταδιακά τη σκότα μέχρι να παίξει το γραντί της μαΐστρας και στη συνέχεια την παίρνουμε λίγο-λίγο μέσα, μέχρι να
σταματήσει το παίξιμο. Ταξιδεύοντας σε κλειστές πλεύσεις, με τις ίδιες συνθήκες καιρού, που αναφέραμε παραπάνω, λασκάρουμε σιγά-σιγά τη σκότα, μέχρις ότου ο αετός στραφεί προς την υπήνεμη πλευρά του σκάφους, γύρω στις 5º. Η στρέψη αυτή, δηλαδή το twist του αετού, είναι συνήθως σωστή, όταν η ψηλότερη μπανέλα της μαΐστρας είναι σχεδόν παράλληλη με τη μάτσα, έστω κι αν το γραντί παίζει λίγο.

Ο σιδηρόδρομος με το βαγονάκι μάς βοηθάει ν? αλλάζουμε τη γωνία, που σχηματίζει η μάτσα και η μαΐστρα με τη διεύθυνση του φαινόμενου αέρα, όταν
ταξιδεύουμε από όρτσα μέχρι πλαγιοδρομία (σχήμα 2). Το βαγονάκι είναι η εύκολη και γρήγορη λύση για να μειώσουμε το κουπαστάρισμα, καθώς και το ζόρι στο τιμόνι, ζυγίζοντας καλύτερα το σκάφος κοντά στη φυσική του ίσαλο. Στην ανοιχτή πλαγιοδρομία και στην πλαγιοδρομία, μεταφέρουμε το βαγονάκι κάτω από τη μάτσα, όσο μας επιτρέπει το μήκος του σιδηροδρόμου, έτσι ώστε φερμάροντας τη σκότα, να στεγνώσει το πανί.


Ταξιδεύοντας πολύ κλειστά όρτσα με μικρές και μέτριες τιμές φαινόμενου ανέμου, φέρνουμε το βαγονάκι προς την προσήνεμη πλευρά του σιδηροδρόμου για να μπορέσουμε να κρατήσουμε τη μάτσα σε πολύ μικρές γωνίες ως προς την κεντρική γραμμή του σκάφους. Αν με την ενέργειά μας αυτή παρατηρήσουμε επιβράδυνση του σκάφους ή μεγαλύτερο ζόρι στο τιμόνι, φέρνουμε το βαγονάκι προς τη μέση του σιδηροδρόμου. Με φρέσκο καιρό ή φουρτούνα, μεταφέρουμε το βαγονάκι ακόμα πιο υπήνεμα, φερμάροντας συγχρόνως ανάλογα τη σκότα, για να διατηρήσουμε την ίδια γωνία στη μάτσα.

Το boom vang είναι εκείνο, που ρυθμίζει τη γωνία, που σχηματίζει η μάτσα με το άλμπουρο (σχήμα 3). Στις κλειστές πλεύσεις το αφήνουμε λάσκα, παίρνοντας μόνο τα μπόσικα, έτσι ώστε να μπορούμε να σηκώνουμε ή να
κατεβάζουμε τη μάτσα μόνο με τη σκότα. Στις ανοιχτές πλεύσεις φερμάρουμε το boom vang στη μέση, όπου το twist του αετού είναι γύρω στις 5º.


Το outhaul είναι ένα σκοινί, που πιάνει στο πορτούζι της μαΐστρας και φερμάρει την ποδιά της προς την πρυμιά άκρη της μπάτσας (σχήμα 4). Το outhaul ρυθμίζει την ποδιά ανάλογα με το σχήμα, που θέλουμε να δώσουμε στη μαΐστρα. Αν το φερμάρουμε, κάνει το πανί πιο στεγνό και μειώνει τις δυνάμεις, που εξασκούνται στο γραντί, τις οποίες θα δούμε παρακάτω. Όταν το λασκάρουμε, το πανί γίνεται πιο γεμάτο, πιο βαθύ.


Για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα της αεροδυναμικής δύναμης, η μαΐστρα στα πρύμα πρέπει να είναι μέτρια γεμάτη, με το outhaul λίγο λασκαρισμένο, ώστε να δημιουργεί μικρές πτυχές στην ποδιά. Στα δευτερόπρυμα και στη λασκάδα, η μαΐστρα πρέπει να είναι γεμάτη, με το outhaul λάσκα, σχεδόν τελείως, ώστε να δημιουργούνται μεγαλύτερες και περισσότερες πτυχές στην ποδιά. Στα όρτσα και την πλαγιοδρομία, με φαινόμενο άνεμο μέχρι μέτριο, το πανί πρέπει να είναι λίγο γεμάτο, ενώ με φρέσκο καιρό λιγότερο γεμάτο. Με δυνατό αέρα
λασκάρουμε λίγο το outhaul, φροντίζοντας όμως να μη δημιουργηθούν πτυχές στην ποδιά. Ιδιαίτερη σημασία δίνουμε στο outhaul, όταν ταξιδεύουμε πολύ κλειστά στο φαινόμενο άνεμο. Με αέρα μικρής έντασης η μαΐστρα πρέπει να έχει μέτριο βάθος, το οποίο μειώνουμε όσο ο αέρας ανεβαίνει. Στις πολύ κλειστές πλεύσεις, το outhaul επιβάλλεται να είναι φερμαρισμένο μέχρι τέρμα, οπότε και παρατηρούμε γραμμές στην ποδιά, παράλληλες προς τη μάτσα, όταν το γραντί παίζει.

Το Cunningham (σχήμα 5) είναι για το γραντί το αντίστοιχο του outhaul για τη ποδιά, Δεν ρυθμίζει το βάθος του πανιού, αλλά τη θέση του μέγιστου
βάθους, που θέλουμε να δώσουμε στη μαΐστρα. Το μέγιστο βάθος πρέπει να
βρίσκεται περίπου στο 1/3 της απόστασης της χορδής από το πλωριό μέρος της αεροτομής.


Με φαινόμενο άνεμο μεγάλης έντασης στα όρτσα, το μέγιστο βάθος μετατοπίζεται προς το πρυμιό μέρος της αεροτομής. Φερμάροντας, λοιπόν, το Cunningham φέρνουμε το μέγιστο βάθος πλώρα, από το μέσον της χορδής. Για τη σωστή ρύθμιση της θέσης του μέγιστου βάθους, έχουμε σαν οδηγό τις πτυχές, που σχηματίζονται κοντά στο γραντί και τις γωνίες, που
σχηματίζουν οι μπανέλες με το πανί. Φερμάρουμε το Cunningham, μέχρις ότου εξαφανιστούν οι πτυχές στο γραντί και η μαΐστρα στρώσει στις αεροτομές της, από το γραντί μέχρι τον αετό, χωρίς να παρουσιάζονται γωνίες στο τέλος της τσέπης, στο πλωριό μέρος των μπανέλων. Όταν μειώνουμε ιστιοφορία, λέμε ότι παίρνουμε μούδες, δηλαδή μειώνουμε το εμβαδόν των πανιών, όταν ο καιρός φρεσκάρει, το σκάφος κουπαστάρει πολύ και το τιμόνι παρουσιάζει μεγάλο ζόρι. Για να πάρουμε μια μούδα, λασκάρουμε το μαντάρι και μαϊνάρουμε λίγο τη μαΐστρα, μέχρις ότου το ποδάρι της μούδας έρθει στο ύψος της μάτσας και ασφαλιστεί στην ειδική υποδοχή. Στη συνέχεια δένουμε το αντίστοιχο μουδόσκοινο της μούδας, όπως δένουμε το outhaul στο
πορτούζι της αντίστοιχης μούδας. Με τα τσαμαντάλια δένουμε με σταυρόκομπο την ποδιά τη μούδας γύρω από τη μάτσα. Τέλος, φερμάρουμε με το μαντάρι τη μαΐστρα στη νέα θέση. Συνήθως τα σκάφη με συμβατική μαΐστρα έχουν δύο ή τρεις σειρές μούδες, που επιτρέπουν τη μείωση της
ιστιοφορίας κατά 50% περίπου, για κάθε σειρά, σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα (σχήμα 6).


Το μπαλαντσίνι είναι ένα σκοινί, που πιάνει από το πρυμιό άκρο της μαΐστρας μέχρι την κορυφή του άλμπουρου, για να καταλήξει στο κατάστρωμα (σχήμα 7). Χρησιμεύει για να συγκρατεί τη μάτσα σε κάποια επιθυμητή γωνία με το άλμπουρο. Στην ουσία δεν προσφέρει τίποτα στη ρύθμιση του πανιού και πρέπει να είναι λασκαρισμένο, όταν ταξιδεύουμε, γιατί εμποδίζει το τριμάρισμα της μαΐστρας με τη σκότα, ιδίως όταν τριμάρουμε ανοιχτά.


Το μαντάρι, όπως είδαμε παραπάνω, δεν είναι τίποτε άλλο από ένα σκοινί που μας βοηθάει να βιράρουμε, να μαϊνάρουμε ή να συγκροτήσουμε τη μαΐστρα βιραρισμένη στο άλμπουρο. Η μια άκρη του πιάνει στην τσούντα της μαΐστρας (σχήμα 8) και η άλλη καταλήγει στο κατάστρωμα, αφού περάσει από το ράουλο της κορυφής του άλμπουρου.


Τέλος, το κρυφό είναι ένα λεπτό σκοινάκι, περασμένο μέσα και κατά μήκος του αετού, που μας βοηθάει να διορθώσουμε την αεροδυναμική του μορφή,
ανάλογα με τη γωνία πρόσπτωσης στην αεροτομή.

Τζένοα

Τα χειριστήρια της τζένοας είναι οπωσδήποτε λιγότερα απ? αυτά της μαΐστρας, δηλαδή η σκότα, ο σιδηρόδρομος με το βαγονάκι, το μαντάρι και το κρυφό.
Η σκότα της τζένοας είναι ένα σκοινί, που λειτουργεί και σαν σκότα και σαν ένα είδος outhaul. Τριμάρει την ποδιά, φέρνοντας το πορτούζι προς τα πρύμα, καθώς επίσης και τον αετό προς το κατάστρωμα, στεγνώνοντας το πανί. Στις ανοιχτές πλεύσεις λασκάρουμε τη σκότα μέχρι να παίξει το γραντί και στη συνέχεια την παίρνουμε λίγο μέσα για να σταματήσουμε το παίξιμο. Στις κλειστές πλεύσεις τριμάρουμε με τη σκότα μέχρι να πάρει ο αετός μια στρέψη γύρω στις 5º κατά μήκος του. Βαθαίνουμε το πανί με ελαφρύ αέρα και το στεγνώνουμε, όταν φρεσκάρει. Κατά το τριμάρισμα προσέχουμε να μην πλησιάζει η προσήνεμη πλευρά της τζένοας παραπάνω από 10 εκατοστά την υπήνεμη άκρη του σταυρού του άλμπουρου. Αν η μαΐστρα είναι καλά
τριμαρισμένη, αλλά παρατηρούμε ένα παίξιμο της πλωριάς πλευράς γύρω στο 1/3 από το άλμπουρο, λασκάρουμε λίγο τη σκότα της τζένοας, γιατί ο αέρας που διοχετεύει, επιταχύνοντάς τον προς την υπήνεμη πλευρά της μαΐστρας, δεν πέφτει σωστά και το τούνελ (η σχισμή μεταξύ των δύο πανιών, το λεγόμενο και slot) είναι ρυθμισμένο λανθασμένα, με αποτέλεσμα η μαΐστρα να αντινεμώνει.
Το βαγονάκι του σιδηροδρόμου της τζένοας είναι το ίδιο σημαντικό με τη σκότα στο τριμάρισμα του πανιού. Η σκότα πιάνει στο πορτούζι της τζένοας, περνάει από το βαγονάκι και καταλήγει στο κόκπιτ (σχήμα 9).


Με άλλα λόγια, το βαγονάκι είναι εκείνο, που ρυθμίζει τη γωνία, με την οποία «τραβάει» η σκότα την τζένοα κατά τη διαμήκη έννοια του σκάφους. Όταν το βαγονάκι είναι τοποθετημένο στο φυσικό του σημείο, δηλαδή στο σημείο, που «καλεί» το πανί, τότε η σκότα αντιστοιχεί στην προέκταση της διαμέσου του τριγώνου της τζένοας, δηλαδή της ευθείας που συνδέει τη γωνία του πορτουζιού της με το μέσον του γραντιού. Το σημείο αυτό λέγεται all round point και σ? αυτό τοποθετούμε το βαγονάκι, πριν αρχίσουμε το τριμάρισμα (σχήμα 10). Με το βαγονάκι στο all round point, η τζένοα παίζει κατά μήκος του γραντιού, όταν το σκάφος βρίσκεται στη νεκρή ζώνη του καιρού. Το ίδιο συμβαίνει, όταν ταξιδεύουμε και λασκάρουμε τη σκότα. Αν παίξει πρώτα το πάνω μέρος του πανιού, φέρνουμε το βαγονάκι πιο πλώρα. Αν παίξει πρώτα το κάτω μέρος του πανιού, τότε το φέρνουμε πιο πρύμα. Στις ανοιχτές πλεύσεις, φέρνουμε το βαγονάκι πλώρα και στις κλειστές πιο πρύμα.


Το μαντάρι της τζένοας (σχήμα 11), εκτός από το να βιράρουμε, να μαϊνάρουμε ή να κρατάμε βιραρισμένη την τζένοα, χρησιμεύει και σαν ένα είδος Cunningham. Φερμάροντάς το, μεταφέρουμε το μέγιστο βάθος πιο πλώρα και αντιστρόφως. Το μέγιστο βάθος κάθε πλωριού πανιού πρέπει να βρίσκεται λίγο πιο μπροστά από την κάθετη στο μέσον της χορδής της
αεροτομής. Τέλος, το κρυφό λειτουργεί κι εδώ, όπως ακριβώς και στη μαΐστρα.