Αγκυροβολία – Μυστικά, τρόποι, συμβουλές…

Το Α και το Ω της ναυτοσύνης

Του Μάκη Ματιάτου

Ναυτοσύνη είναι κατά κύριο λόγο να μπορείς να δένεις και να ασφαλίζεις το σκάφος όταν είναι ακινητοποιημένο. Η αγκυροβολία είναι, λοιπόν, είναι μία από τις πλέον απαραίτητες γνώσεις, πριν επιχειρήσουμε να βγούμε στη θάλασσα.

Η τεχνική της αγκυροβολίας είναι άμεσα συνυφασμένη με την ασφάλεια, όχι μόνο του σκάφους, μηχανοκινήτου ή ιστιοφόρου, αλλά κυρίως με αυτή των επιβαινόντων. Με καλοκαιρία η αγκυροβολία είναι σχετικά απλή. Όταν όμως ο καιρός είναι φρέσκος ή μεταβλητός και εμείς σκοπεύουμε να μείνουμε στον άγκυρα σε κάποιον όρμο, τότε είναι καλύτερα να φουντάρουμε, παίρνοντας όλες τις προφυλάξεις.

Πριν μπούμε στην τεχνική της αγκυροβολίας, ας δούμε μερικές βασικές αρχές τις οποίες θα πρέπει να αφομοιώσουμε. Το μήκος της καδένας ή του αγκυρόσκοινου ή ο συνδυασμός των δύο που έχουμε αφήσει με την άγκυρα ποντισμένη, ονομάζουμε έκταμα. Όταν ο καιρός είναι καλός, το έκταμα πρέπει να είναι τουλάχιστον τριπλάσιο του βάθους στο σημείο της αγκυροβολίας.



Αν αντί καδένας χρησιμοποιούμε αγκυρόσκοινο με ένα μόνο μικρό κομμάτι καδένας, για περισσότερη ασφάλεια αφήνουμε έκταμα τετραπλάσιο με πενταπλάσιο του βάθους, πάντα στο σημείο της αγκυροβολίας (σχήμα 1).



Αντίστοιχα λοιπόν όταν ο καιρός φρεσκάρει, απαιτείται έκταμα καδένας πενταπλάσιο και με φουρτούνα επταπλάσιο του βάθους. Στην περίπτωση όμως συνδυασμού καδένας-αγκυρόσκοινου, αφήνουμε ανάλογα περισσότερο έκταμα. Ας ανακεφαλαιώσουμε τα παραπάνω, ανάλογα με τη χρησιμοποίηση καδένας, αγκυρόσκοινου ή συνδυασμού των δύο, με τη βοήθεια του
σχήματος 2.

Καδένα: Το ελάχιστο έκταμα πρέπει να είναι τριπλάσιο του βάθους στο σημείο της αγκυροβολίας, αυξανόμενα όμως σε πενταπλάσιο ή επταπλάσιο, ανάλογα με την κατάσταση του καιρού.

Καδένα και αγκυρόσκοινο: Το ελάχιστο έκταμα πρέπει να είναι τετραπλάσιο του βάθους. Περισσότερο έκταμα χρειάζεται, ανάλογα με τον καιρό αλλά και με την ποιότητα του βυθού.

Αγκυρόσκοινο: Έκταμα τουλάχιστον πενταπλάσιο του βάθους που βέβαια πρέπει νΆ αυξάνεται, ανάλογα με τις συνθήκες καιρού και την ποιότητα του βυθού.

Η αγκυροβολία σε διαφορετικούς βυθούς

Παραπάνω αναφερθήκαμε στην ποιότητα του βυθού σε σχέση με το έκταμα. Θα πρέπει λοιπόν εδώ να αναφέρουμε πως ανεξάρτητα από κάθε τύπο



άγκυρας και τα πλεονεκτήματά του, καλύτερος για κράτημα βυθός θεωρείται ο λασπώδες μια και είναι πιο εύκολο να «θαφτεί» μέσα του η άγκυρα. Στη συνέχεια, με σειρά σπουδαιότητας στο κράτημα έρχεται ο βυθός με λάσπη και πέτρες, τα βότσαλα, η άμμος και τέλος τα βράχια. Ο βραχώδες βυθός, εκτός του ό,τι δεν προσφέρει καλό κράτημα, μπορεί να μας «ντέσει» την άγκυρα, δηλαδή να σφηνώσει η άγκυρα και να μην μπορούμε να την πάρουμε πάνω (σχήμα 3).

Το έκταμα

Το είδος ή το υλικό ακόμα και η διάμετρος της καδένας ή του αγκυρόσκοινου που χρησιμοποιούμε, έχει μεγάλη σπουδαιότατα. Η καδένα είναι η καλύτερη λύση, γιατί αντέχει περισσότερο στη φθορά αλλά δημιουργεί και καλύτερη καμπύλη, λόγω του βάρους της, μεταξύ του σκάφους και της άγκυρας. Αυτή η καμπύλη της καδένας κάνει το έκταμα να «σουστάρει», απορροφώντας πιο γλυκά το σκαμπανέβασμα του σκάφους. ?λλο ένα πλεονέκτημά της είναι ότι, λόγω του βάρους της «κάθεται» στο βυθό και «τραβάει» την άγκυρα παράλληλα με την επιφάνειά του, με αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη τριβή αντίστασης, που σημαίνει καλύτερο κράτημα για το σκάφος. Το βάρος όμως της καδένας, μέσα σε όλα τα πλεονεκτήματά του, παρουσιάζει κι ένα μειονέκτημα, που δεν είναι άλλο από το βάρος το οποίο προσθέτει στην πλώρη του σκάφους όταν αυτό ταξιδεύει. ΓιΆ αυτό στα σύγχρονα μικρά πλαστικά σκάφη χρησιμοποιούμε ένα συνδυασμό καδένας και αγκυρόσκοινου. Από προσωπική πείρα κατέληξα στο συμπέρασμα ότι για καλύτερα αποτελέσματα στο «σουστάρισμα», η καδένα σΆ ένα σκάφος δεν πρέπει να είναι λιγότερη από το διπλάσιο του μήκους του.



Πάνω στο κεφάλι της άγκυρας πιάνουμε το ένα άκρο του εκτάματος μΆ ένα ναυτικό κλειδί, το οποίο απαραιτήτως ασφαλίζουμε για να μην ανοίξει ο πείρος (σχήμα 4). Το άλλο άκρο το δένουμε και το ασφαλίζουμε στο στρίτσο σε ένα μόνιμο κρίκο, που λέγεται σκύλα. Χάριν ευκολίας βάζουμε σημάδια κατά μήκος του εκτάματος και ανά δέκα π.χ. μέτρα, ώστε να μπορούμε να υπολογίσουμε πόσο έχουμε αφήσει. Εδώ να αναφέρουμε ότι το αγκυρόσκοινο πρέπει απαραιτήτως να είναι βυθιζόμενο.

Η τακτική της αγκυροβολίας

Μεγάλη προσοχή χρειάζεται και στην προετοιμασία για το φουντάρισμα. Αν λασκάρουμε το φρένο του εργάτη απότομα, η άγκυρα ελευθερώνεται και πέφτει στη θάλασσα, αποκτώντας μεγάλη αρχική ταχύτατα, λόγω του συνδυασμού του βάρους της με της καδένας, με αποτέλεσμα να μην πιάνει το φρένο ή να ξεκαβαλήσει η καδένα από το αλυσέλικτρο (σκρόφα). ΓιΆ αυτό μαϊνάρουμε και κρεμάμε την άγκυρα ένα με δύο μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Με την εντολή «φούντο» που θα δώσει ο κυβερνήτης, λασκάρουμε το φρένο, ελέγχοντας πάντα την ταχύτατα, με την οποία φεύγει η καδένα. Κατά το φουντάρισμα, το σκάφος κινείται αργά πρόσω ή ανάποδα. Ελέγχοντας με το φρένο το έκταμα, «απλώνουμε» την καδένα κατά μήκος του βυθού, αποφεύγοντας έτσι συγχρόνως το «καπέλωμα» της άγκυρας, αλλά και το μπέρδεμα στα νύχια της που την κάνει να χάνει την αποτελεσματικότητά της και να ξεσέρνει στο παραμικρό τράβηγμα, αφού δεν μπορεί να θαφτεί στο βυθό.

Ο «κλέφτης» της αγκυρας



Εκτός από την καδένα και το αγκυρόσκοινο υπάρχει και ένα απαραίτητο συμπλήρωμα των μέσων αγκυροβολίας που λέγεται «κλέφτης». Είναι ένα λεπτό σκοινί του οποίου το ένα άκρο δένουμε στον αγκώνα της άγκυρας (σχήμα 5) και το άλλο σΆ ένα μικρό τσαμαδουράκι ή μπαλόνι ή ακόμα και στην πλώρη μας. Αν π άγκυρα «ντέσει», κάνουμε κινήσεις με τη μηχανή, βιράροντας από διαφορετικές γωνίες για να την ελευθερώσουμε. Με τον «κλέφτη» όμως μπορούμε να έλθουμε απίκο και λασκάροντας την καδένα και βιράροντας τον κλέφτη, νΆ αλλάξουμε τη θέση της άγκυρας μέχρις ότου ελευθερωθεί, οπότε βιράρουμε κανονικά την καδένα. ?λλος ένας τρόπος να πάρουμε την άγκυρα πάνω είναι, πριν φουντάρουμε, να πιάσουμε το κλειδί της άγκυρας στον αγκώνα και με ένα σκοινάκι να δέσουμε ένα κρίκο της καδένας στο κεφάλι της. Αν η άγκυρα «ντέσει» με το φορτίο του εργάτη, το σκοινάκι θα σπάσει, με αποτέλεσμα να τη βιράρουμε από τον αγκώνα (σχήμα 6).



0 κλέφτης μπορεί επίσης να μας φανεί πολύ χρήσιμος και στα πολυσύχναστα λιμάνια, αν έχουμε πιάσει και άλλες άγκυρες ή καδένες. Αν, για παράδειγμα, βιράρουμε και φέρουμε πάνω την καδένα του διπλανού μας σκάφους, παρακαλούμε τον κυβερνήτη του να λασκάρει καδένα, για να μπορούμε να βιράρουμε ευκολότερα.




Μόλις ξενερίσει η άγκυρά μας, δένουμε τον κλέφτη σε μια δέστρα, λασκάρουμε την καδένα μας και με τη βοήθεια του γάντζου ή άλλου σκοινιού νετάρουμε την καδένα του διπλανού. Στο παραπάνω παράδειγμα αρκούν βέβαια δύο τρία μέτρα κλέφτη. Σπάνια χρησιμοποιούμε κλέφτη μεγάλου μήκους γιατί μπερδεύεται πολύ εύκολα με το έκταμα κατά το φουντάρισμα. Μερικές φορές τυχαίνει η άγκυρά μας να πιάσει μια καδένα κάποιου άλλου σκάφους, οπότε όσες κινήσεις και να κάνουμε δεν μπορούμε να την ελευθερώσουμε, αν δεν έχουμε δέσει κλέφτη στον αγκώνα. Αν υπάρχει κλέφτης, απλώς λασκάρουμε την καδένα και βιράρουμε τον κλέφτη. Εάν στο σκάφος υπάρχει εργάτης και δυνατότητα να λασκάρουμε την καδένα που έχουμε πιάσει, απλώς βιράρουμε μέχρι να ξενερίσει η άγκυρα, περνάμε μπεντένι στην καδένα που πιάσαμε και λασκάροντας τη δική μας, ξεπερνάμε την άγκυρα, μολάροντας στη συνέχεια το μπεντένι.
Αν δεν υπάρχει δυνατότητα να λασκάρουμε την καδένα του άλλου σκάφους, αλλά ούτε και να βιράρουμε αρκετά την άγκυρά μας για να ξενερίσει, καταφεύγουμε στη μέθοδο του σχήματος 7. Στέλνουμε ένα αυτοσχέδιο πρόχειρο «κλέφτη» στην άγκυρα και παίρνοντάς την επάνω την ξεπερνάμε, λύνοντας το κλειδί. Μέχρι εδώ είδαμε και εξετάσαμε μερικές βασικές αρχές της αγκυροβολίας, την ορολογία και τα όργανα του φουνταρίσματος, τα είδη των βυθών και άλλα απαραίτητα στοιχεία. Στη συνέπεια θα δούμε μερικά ακόμα μυστικά και χρήσιμες συμβουλές, αρχίζοντας από την προετοιμασία για το φουντάρισμα. Πριν μπούμε στις λεπτομέρειες που αφορούν την εκλογή του αγκυροβολίου και την τακτική του φουνταρίσματος, ας δούμε μερικές συμβουλές για την



προετοιμασία του, ιδιαίτερα στα σκάφη που δεν διαθέτουν εργάτη. Στο σχήμα 8 βλέπουμε μια καδένα κατάλληλα διευθετημένη για να μη βερινιάσει. Μαϊνάρουμε λίγη καδένα και είμαστε έτοιμοι για το φουντάρισμα. Φουντάρουμε πάντα από σοφράνο (προσήνεμη πλευρά) για να μην πέσει το σκάφος με το ξέπεσμα πάνω στην καδένα και την «πάρει» το τιμόνι ή η προπέλα. Όπως είναι ευνόητο, το σκάφος ξεπέφτει σταβέντο και αν φουντάρουμε από την υπήνεμη πλευρά είναι σίγουρο ότι θα πέσουμε πάνω στην καδένα. Επίσης, όταν φουντάρουμε από πρύμα, ρίχνουμε μακριά από σοφράνο την άγκυρα και ποτέ απίκο ή σταβέντο, γιατί σΆ αυτή την περίπτωση υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος για το τιμόνι ή την προπέλα.

Το αγκυρόσκοινο



Πριν μπούμε στην τακτική του φουνταρίσματος, θα πρέπει να πούμε λίγα ακόμα λόγια για το αγκυρόσκοινο. Το κυριότερο πλεονέκτημά του είναι το μικρό βάρος που προσθέτει στην πλώρη, όταν ταξιδεύει το σκάφος πράγμα που συγχρόνως όμως αποτελεί και μειονέκτημα για το κράτημά του. Τα σύγχρονα πλεκτά αγκυρόσκοινα είναι βυθιζόμενα, αλλά δεν παίρνουν την επιθυμητή καμπύλη από το σκάφος προς την άγκυρα. Όταν χρησιμοποιούμε σκέτο αγκυρόσκοινο ή έστω σε συνδυασμό με λίγη καδένα, καλό θα ήταν να κρεμούσαμε ένα βαρίδι κάπου στο μέσο του εκτάματος για να του προσθέσει βάρος και να κρατήσει το τμήμα μεταξύ άγκυρας και βαριδιού όσο γίνεται υπό μικρότερη γωνία προς το βυθό. Έτσι και η άγκυρα κρατάει καλύτερα και επιτυγχάνεται πια καλό «σουστάρισμα» (σχήμα 9). Το αγκυρόσκοινο μπορούμε να το βιράρουμε με τα χέρια πιο εύκολα απΆ ότι την καδένα.



Εφόσον υπάρχει εργάτης άγκυρας το βιράρισμα στο κεφαλάρι του (η καδένα βιράρεται στο αλυσσέλικτρο ή σκρόφα), γίνεται όπως ακριβώς χρησιμοποιούμε το βιτζιρέλο, δηλαδή περνώντας δύο τρεις βόλτες και παίρνοντας μπόσικα με το χέρι. Ένας άλλος τρόπος να κρατήσουμε την καδένα ξαπλωμένη στο βυθό, μειώνοντας το έκταμα σε περιορισμένα αγκυροβόλια, είναι αυτός του σχήματος 10. Δένοντας ένα σκοινάκι, το οποίο στην άκρη του έχει ένα γάντζο, κρατάμε την καδένα από ένα κρίκο, λασκάροντας συγχρόνως έτσι ώστε να δώσουμε αρκετό βάρος προς το βυθό στο έκταμά μας. Ο τρόπος αυτός βέβαια μπορεί να εφαρμοστεί μόνο όταν δεν αντιμετωπίζουμε κακές συνθήκες καιρού. Εάν και εφόσον θα πρέπει να παραμείνουμε αγκυροβολημένοι σΆ ένα περιορισμένο αγκυροβόλιο, για να τον εφαρμόσουμε θα πρέπει νΆ αυξήσουμε το κράτημα του εκτάματος, χρησιμοποιώντας δύο άγκυρες εν σειρά, την πρώτη για να μας κρατάει και τη δεύτερη για να βυθίζει την καδένα της πρώτης και να συγκρατεί το έκταμα παράλληλα με το βυθό (σχήμα 11).



Αγκυροβολώντας στον σωστό τόπο



Η εκλογή του μέρους που θα φουντάρουμε έχει μεγάλη σημασία, αν θέλουμε να μείνουμε εκεί με ασφάλεια, ιδιαίτερα όταν πρόκειται να διανυκτερεύσουμε σΆ έναν όρμο. Πρώτα, πρέπει να βεβαιωθούμε ότι ο βυθός προσφέρει καλό κράτημα. Στη συνέχεια ελέγχουμε αν τα νερά έχουν ικανοποιητικό βάθος σε σχέση με το βύθισμα και το έκταμά μας, δηλαδή αν είναι τόσο βαθιά, που να μπορούμε να πλησιάσουμε, αλλά και να κρατηθούμε ασφαλείς με το έκταμα που διαθέτουμε. Ελέγχουμε επίσης αν ο κύκλος περιστροφής γύρω από το σημείο που έχουμε ποντίσει την άγκυρα περνά από ρηχά, πάνω στα οποία μπορεί να πέσουμε σε περίπτωση που ο καιρός αλλάξει διεύθυνση. ?λλο ένα σημαντικό κριτήριο για το αγκυροβόλιό μας είναι, αν μας δίνει την απαιτούμενη προστασία από τον καιρό και την αποθαλασσιά. Όπως ξέρουμε, τα σκάφη που έχουν μεγαλύτερη επιφάνεια υφάλων στο νερό, είναι πιο σταθερά στην έκπτωση από τον αέρα.



Φροντίζουμε λοιπόν το σημείο που θα φουντάρουμε να είναι κοντό σε άλλα σκάφη ίδιου τύπου με το δικό μας, ώστε το τόξο που διαγράφουν με την έκπτωση από τον αέρα να είναι περίπου το ίδιο. Γενικό να θυμόμαστε ότι τα ελαφρά σκάφη διαγράφουν μεγαλύτερο τόξο από αυτό του βαρέος εκτοπίσματος.



Στη συνέχεια υπολογίζουμε την περιφέρεια περιστροφής του πλησιέστερου σκάφους πριν φουντάρουμε, για να είμαστε σίγουροι πως δεν θα τμήση τη δική μας αν τα σκάφη γυρίσουν με τον καιρό (σχήμα 12). Κατά τον ίδιο τρόπο υπολογίζουμε, όπως είπαμε και παραπάνω, ο κύκλος της περιστροφής του δικού μας σκάφους να μην περνά από ξέρες και άλλους κινδύνους, ιδιαίτερα όταν ο κολπίσκος που έχουμε διαλέξει είναι μικρός (σχήμα 13).



Πριν φουντάρουμε, εκτός από τους παραπάνω υπολογισμούς που αφορούν την ασφάλεια της αγκυροβολίας στον όρμο, καλό είναι να προσέξουμε κάτι άλλο επίσης σημαντικό, που έχει σχέση και με την αγκυροβολία στο λιμάνι. Ελέγχουμε τα σημεία στα οποία άλλα γειτονικά σκάφη έχουν ήδη φουντάρει, υπολογίζοντας από το βάθος και τη γωνία κατά την οποία καλούν τα εκτάματά τους να μη σταυρώσουμε την καδένα μας με αυτό άλλου σκάφους. Την ευθύνη για μια τέτοια λανθασμένη εκτίμηση έχει πάντα το σκάφος που φουντάρει τελευταίο (σχήμα 14).

Αγκυροβολία – Χρήσιμες συμβουλές

Πολλές φορές για καλύτερο κράτημα, αλλά και για να εξισορροπήσουμε το σκάφος σε σχέση με τη διεύθυνση του αέρα και την αποθαλασσιά (σχήμα 15), καταφεύγουμε σε διάφορα τεχνάσματα, όπως αυτά του σχήματος 16.




Δηλαδή είτε φουντάρουμε δύο άγκυρες, μια πλώρα και μία πρύμα, πάνω στον καιρό και ρυθμίζοντας το έκταμα πλώρα – πρύμα, γυρίζουμε την πλώρη μας στη διεύθυνση του κυματισμού (περίπτωση Α), είτε φουντάρουμε μια μόνο άγκυρα πάνω στον καιρό και με τη βοήθεια ενός σκοινιού, που περνάμε στην καδένα και δένουμε στην πρύμη, γυρίζουμε την πλώρη μας πάνω στον κυματισμό (περίπτωση Β). Εάν η ακτή είναι κοντά, μπορούμε επίσης να φουντάρουμε στον καιρό και να δέσουμε ένα «κάβο πιάνο» έξω, στρέφοντας το σκάφος στην αποθαλασσιά. Πολλές φορές υπάρχει επίσης ανάγκη για μεγαλύτερο κράτημα, οπότε φουντάρουμε δύο άγκυρες ή εν σειρά, όπως στην περίπτωση του σχήματος 11 ή υπό γωνία 40 μοιρών, όπου η διεύθυνση του καιρού είναι η διχοτόμος της (σχήμα 17).




Η αγκυροβολία με τον τρόπο αυτό μπορεί να γίνει είτε πλέοντας με μηχανή, είτε με πανιά (σχήμα 18), είτε ακόμα φουντάροντας κανονικά την πρώτη άγκυρα με το σκάφος και τη δεύτερη με το dinghy (σχήμα 19).


Αν δεν υπάρχει περιορισμένος χώρος που να μας αναγκάζει να μειώσουμε την ακτίνα περιστροφής του σκάφους με την αλλαγή της διεύθυνσης του καιρού, είμαστε πιο σίγουροι πάντα με μεγαλύτερο έκταμα. Εάν ο καιρός το επιτρέπει και για να περιορίσουμε την ακτίνα σε περιορισμένο αγκυροβόλιο, μπορούμε να δέσουμε ένα μακρύ κάβο στη στεριά. Αν ο καιρός είναι δυνατός θα πρέπει νΆ αποφύγουμε τον «κάβο πιάνο», αφήνοντας το σκάφος στην άγκυρά του να γυρίζει ανάλογα με τη διεύθυνση του αέρα, παίρνοντας το κύμα με την πλώρη.