Παραδοσιακά σκάφη
Παρουσιάσεις σκαφώνΜια σύντομη ξενάγηση στους διάφορους τύπους παραδοσιακών σκαφών
Μέρος Β
Του Σταύρου Ψαθέρη
Θαλασσινές βάρκες
Σε γενικές γραμμές οι διάφοροι τύποι των θαλασσινών μας βαρκών βασίζονται στις μορφές των αντίστοιχων παραδοσιακών μας σκαφών στρογγυλού πυθμένα που αναφέρονται πιο πάνω, με διάφορα ονόματα ανάλογα με τον τόπο καταγωγής τους, του τελικού σχήματος και του προορισμού τους. Τα μικρά αυτά πλοιάρια, που συνήθως είναι ανοικτού τύπου (χωρίς κατάστρωμα), κινούνταν με κουπιά και με πανιά. Στις μέρες μας, η κίνησή τους αντικαταστάθηκε με μικρές πετρελαιομηχανές και χρησιμοποιούνται κατά χιλιάδες για επαγγελματική και ερασιτεχνική χρήση. Τα πανιά πλέον χρησιμοποιούνται για επιπρόσθετη ασφάλεια, ευστάθεια ή για διακόσμηση. Από τους διάφορους τύπους των θαλασσινών μας βαρκών ξεχωρίζουν και περιγράφονται:
Ο Βαρκαλάς της Ύδρας που είναι ένα είδος Μικρού Βαρκαλά.
Κατασκευάζονταν(ζεται) σε μήκη 4,90 – 5,20 μ. Χαρακτηριστική είναι η πρύμη του που διαμορφώνονταν ψηλότερη συγκρίνοντας την με τις πρύμες άλλων Μικρών Βαρκαλάδων.
Η Γάιτα που είναι ένα είδος Μικρού Μπότη. Κατασκευάζονταν(ζεται) σε μήκη κάτω από 6 μ.
Η Γυαλάδικη Βάρκα Δωδεκανήσου που είναι ένα είδος Παπαδιάς.
Κατασκευάζονταν σε μήκη από 5 – 7 μ.
Η Παπαδιά που είναι ένα είδος Μικρού Βαρκαλά. Κατασκευάζονταν(ζεται) σε μήκη μικρότερα των 8 μ. με πάρα πολλές παραλλαγές και συνδυασμούς τύπων.
Η Χανιώτικη Γάιτα που είναι ένας τύπος μεταξύ Γάιτας και Παπαδιάς. Κατασκευάζονταν στα Χανιά.
Λιμνίσιες βάρκες
Οι λιμνίσιες βάρκες μας διατηρούνται μορφολογικά αναλλοίωτες από το χρόνο και κατασκευάζονται, ακόμη και στις μέρες μας, πρωτόγονα, όπως και προ αιώνων, χωρίς καμιά ουσιαστική εξέλιξη ως προς το όνομα, το τόπο καταγωγής, το σχήμα και τον προορισμό τους.
Λόγω της ηρεμίας των λιμνών, των μικρών αποστάσεων που κινούνται, του μικρού βάθους πλεύσης κ.α., οι βάρκες αυτές διαμορφώνονται με πλατύ πυθμένα, που ανυψώνεται πρώρα και πρύμα, για την ευκολότερη υπερπήδηση της τυχόν υδρόβιας βλάστησης και την ευκολότερη ανέλκυση τους στις όχθες. Οι εγκάρσιες τομές τους έχουν σχήμα ορθογώνιου ή τραπεζίου για ευκολία της κατασκευής. Συνήθως, κατασκευάζονται από τη διαθέσιμη ξυλεία της περιοχής, όπως δρυς, καραγάτσι, καστανιά, πεύκο, λεύκη, κ.α., στεγανοποιούνται και χρωματίζονται με πίσσα. Μεταξύ των πλέον γνωστών λιμνίσιων βαρκών ξεχωρίζουν και περιγράφονται:
Η Βάρκα της λίμνης των Ιωαννίνων. Το μήκος της είναι από 5,50 – 6,0 μ., με πλάτος 1,10 – 1,20 μ. & βάθος 0,60 – 0,70 μ.
Η Γάιτα της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου. Το μήκος της είναι από 5,00 – 7,00 μ., με πλάτος 1,20 – 1,40 μ.
Το Καράβι της λίμνης της Καστοριάς. Η πρωτότυπη μορφή του διαφέρει από κάθε λιμνίσιο ή ποταμίσιο πλεούμενο στον κόσμο. Το μήκος του είναι από 5,50 – 6,00 μ., με πλάτος μέγιστο 1,20 – 1,30 μ., πλάτος πλώρης 0,50 – 0,60μ., πλάτος πρύμης 1,10 -1,20 μ. και μέσο βάθος 0,60 – 0,70 μ.
Το Καράβι της λίμνης Κορώνειας και Βόλβης. Κατασκευαστικά πλησιάζει κατά πολύ τις θαλασσινές βάρκες στρογγυλού πυθμένα, με μορφή Τρεχαντηριού και χαρακτηριστικά διαμορφωμένα στις ανάγκες της λίμνης.
Η Πλάβα των λιμνών Βεγορίτιδας, Πρεσπών, Δοϊράνης & Καστοριάς. Έχει μήκος 6,30 μ., πλάτος1,20 μ. και βάθος 0,60 μ., αν και οι διαστάσεις αυτές ποικίλλουν ανάλογα με την περιοχή και τις ανάγκες.
Τύποι ιστιοφορίας
Η διάταξη, το μέγεθος και το σχήμα των πανιών, όπως το τριγωνικό, το τετράγωνο και το τραπεζοειδές, ή και συνδυασμός αυτών σε σχέση με τον αριθμό των ιστών, υπήρξαν κατά τις μεγάλες περιόδους εξέλιξης των παραδοσιακών μας ιστιοφόρων τα κύρια στοιχεία διάκρισης, κατάταξης και ονοματολογίας των διαφόρων τύπων ιστιοφορίας, ανεξάρτητα του τύπου του σκαριού που θα τοποθετούνταν, αν και σε πολλές άλλες περιπτώσεις ο τύπος του σκαριού καθόριζε και την ιστιοφορία. Έτσι διαμορφώθηκαν διάφοροι συνδυασμοί σκαριών – ιστιοφοριών, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν (κατ? αλφαβητική σειρά) οι τύποι: Λόβερ, Μπελούς, Μπομπάρδας, Μπούμας, Μπρατσέρας, Πένας, Ραντοψαθιού, Τσερνικιού και Σκάφης.
Η χρήση της μηχανής κατάργησε και απλοποίησε κατά πολύ τους πολύπλοκους παλαιούς τύπους ιστιοφορίας. Συνήθως, 1 ή 2 τραπεζοειδή πανιά μαζί με 1 ή 2 φλόκους χρησιμοποιούνται σαν βοηθητική πρόωση ή σαν διακόσμηση. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι τα κατάλοιπα των παραδοσιακών τύπων ιστιοφορίας δε δίδουν πλέον τον κύριο χαρακτήρα του σκάφους.
Διάφορες παρατηρήσεις ναυπήγησης
Σε γενικές γραμμές, η μέθοδος κατασκευής των ελληνικών τύπου σκαφών ακολουθεί τη διεθνή μέθοδο Κατασκευής Σκαφών Λείας Αρμολογίας με Σανίδες, με ελαχιστότατες παραλλαγές και περισσότερες κατασκευαστικές ατέλειες που διαιωνίζονται και δεν εναρμονίζονται με τις σημερινές τεχνικές απαιτήσεις των Διεθνών Κανονισμών, που καθορίζουν οι Νηογνώμονες, όπως το λανθασμένο στήσιμο της καρένας σε σχέση με την Ίσαλο Γραμμή του σκάφους, η έλλειψη ακραπιού καρένας, η μέθοδος διαμόρφωσης και τοποθέτησης των ζυγών καταστρώματος, όπου το ύψος τους είναι μικρότερο από το πλάτος τους, η μάτιση των διαμηκών ενισχύσεων (λώρων, ζυγοδοκών, κλπ.) και των σανίδων του πετσώματος πάνω στα στραβόξυλα . . . και μερικά άλλα, μικρότερης σημασίας.
Παρόλο που στη χώρα μας δεν υπάρχει κανένας Κανονισμός για την Κατασκευή Ξύλινων Σκαφών, ούτε σχεδόν κάποιος Κρατικός Έλεγχος για την αντοχή τους, εντούτοις η κατασκευή των ελληνικών σκαριών, που βασίζεται πάνω στην πείρα των πρακτικών καραβομαραγκών, συμβαδίζει με τις τρέχουσες κατασκευαστικές απαιτήσεις, αρκεί να εξαιρέσει κάποιος την επιμελημένη και λεπτομερή εκτέλεση των διαφόρων κρίσιμων σημείων των εργασιών, που περιγράφονται πιο πάνω. Επειδή, όμως, μέσα σ? αυτές τις κατασκευαστικές ατέλειες υπεισέρχονται οι όροι ελληνική λαϊκή παράδοση και ελληνική ναυτοσύνη, γι? αυτό δεν επιτρέπεται να γίνεται καμιά δυσμενής κριτική. Καλοπροαίρετα, οι σύγχρονοι κατασκευαστές θα πρέπει να αποφεύγουν τις κρυφές κακοτεχνίες και να συμβουλεύονται τα Κατασκευαστικά Σχέδια έμπειρων ναυπηγοσχεδιαστών, που απορρέουν μέσα από τις σημερινές τεχνικές απαιτήσεις των Νηογνωμόνων, με στόχο την ασφάλεια και την περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας.
Βιβλιογραφία:
Προσωπικές Παρατηρήσεις, Σημειώσεις, Έρευνες, Μελέτες και Σχέδια.
Παραδοσιακή και Σύγχρονη Ναυπηγοξυλουργική του Σταύρου Ψαθέρη, Αθήνα 1988.
Τα Ελληνικά Ιστιοφόρα Καΐκια του 20ου Αιώνα των Κ. Δαμιανίδη – Τ. Λεοντίδη, Αθήνα 1992.