Με «διαβολοσαβούρα» στο φουρτουνιασμένο Αιγαίο
Θαλασσινές ΙστορίεςΜε «διαβολοσαβούρα» στο φουρτουνιασμένο Αιγαίο
Μια κοινή περιπέτεια που ένωσε με φιλία δυο γείτονες
Του Χάρη Εφτανησιώτη
Ταξίδι με φουρτούνα χωρίς πανιά. Συνέβη κάποιο καλοκαίρι πριν κάμποσα χρόνια. Σε μικρό Κυκλαδονήσι. ΣΆ αυτά που φτάνει μια φορά τη βδομάδα η «άγονη γραμμή». Ένα ταξίδι ανάγκης, χωρίς αναβολή. Τέσσερις επιβάτες να περάσουν τα 10 μίλια μέχρι το διπλανό μεγαλόνησο. Να φτάσουν στο λιμάνι με ταξί, να προλάβουν το διερχόμενο φέρρυ για Πειραιά.
Το καλοκαίρι, μελτέμια στο φόρτε, δεν ήρθαν στο νησί. Εκείνη την ημέρα χάλασε ο καιρός! Ξεμυτίσαν άγριοι οι καταλαγιασμένοι αέρηδες κι ο ήλιος χάθηκε απΆ τα σύννεφα. Ο πράκτορας βρήκε το μεταφορικό μέσο. Ένα μεγάλο ψαροκάικο! Ένα γερό σκαρί χωρίς ευκολίες, χωρίς καθίσματα. Για να χρησιμοποιηθεί η καμπίνα του ούτε λόγος. Ανάκατα δίχτυα, κασέλες, καλαθούρια, κοφίνια, παραγάδια, στρώματα και κουρελούδες. Κι ακόμα κάτι χειρότερο. Μια μυρουδιά έντονη από ψαρίλα, ποτισμένη βαθειά μεσΆ τα ξύλα…
Στην ώρα τους, άλλοι δύο επιβάτες. Έλειπε ο τέταρτος για να λύσουν οι κάβοι. Απόξω από την προβλήτα, η φουρτούνα μάς περίμενε. (Ήμουν έτοιμος. Τρουά-καρ νιτσεράδα και κασκέτο). Μια συντροφιά έφτασε στο μώλο, δίπλα στο καΐκι. Από το φέρσιμο και τις κουβέντες κατάλαβα πως ο στερνός επιβάτης ήτανε μια κοπέλα και μάλιστα ξένη (της μιλούσαν όλοι εγγλέζικα). Το ίδιο μυρίστηκε κι ο γερο-μηχανικός.
-Φτού τύχη, μουρμούρισε. Κόπιασε διαβολοσαβούρα στο ταξίδι.
-Γυναίκα θέλεις να πεις, τον διόρθωσα.
-Μια γυναίκα, αφεντικό, φέρνει γρουσουζιά! Ανακατωσούρα! Ατυχίες! Μούλεγε ιστορίες ο παππούλης μου για καράβια που χάθηκαν εξ αιτίας της! Η διαβολοσαβούρα σκορπάει μίση κι έχθρητα στο τσούρμο. Τραβάει μπόρες κι αστροπελέκια. Κουβαλάει το διάολο κάτω από το φουστάνι της! Σκέφτηκα να τον πειράξω.
-Μου μιλάς για τα παλιά ιστιοφόρα! Όταν δεν υπήρχε ατμός και μηχανή. Το καΐκι δεν πάει να κυνηγήσει φάλαινες. Κάνα – δύο ώρες δρομολόγιο με επιβάτες θα κάνει. Η κοπελιά δεν είναι καπετάνισσα, ούτε πλήρωμα. Στο σκάφος μόνο τρεις για τσούρμο είσαστε και στο κάτω-κάτω αυτή, όπως βλέπεις, φοράει παντελόνια!
-?στα μου κι άκουσε. Τα ίδια μούλεγε κι ο πατέρας μου, Θεός σχωρές τον. Τζόβενο σε μπρατσέρα ήτανε και το καλάρισε ο καραβοκύρης του στη θάλασσα! Τόνε δέσανε -γύρω από τη μέση- με παλαμάρι και τόνε σούρνανε στο νερό. Τόχε ζητήσει η καπετάνισσα για τιμωρία του.
-Για να τιμωρηθεί κάτι θα έκανε ο πατέρας σου. Μπορεί και να του ζήτησε κάτι η ίδια και να μη της τόκανε. Πού ξέρεις;
-Δεν έκανε τίποτας. ΓιΆ αυτό μετάνιωσε η διαβολοσαβούρα και τονε λεβάρανε! Κόκαλο βγήκε ο πατέρας! Μελανιασμένος κι έτρεμε. Ο καραβοκύρης τα χρειάστηκε. Η διαβολοσαβούρα τον πήρε στην καμπίνα τους. Με ψαλίδα του κόψανε τα ξυλιασμένα ρούχα! Τόνε τυλίξανε σε κουβέρτες. Η καπετάνισσα στο πλάι του, νύχτα μέρα, γιατροσόφια μέχρι να του φύγουν οι θέρμες. Στο στόμα τονε τάιζε κι έτσι τη σκαπούλαρε ο πατέρας.
-Τη σκαπούλαρε και φυσικά θα της έκανε αυτό που τούχε ζητήσει με το παραπάνω!!!
Η «διαβολοσαβούρα» δίπλα μου
Η κοπελιά πέρασε σβέλτα από το μαδέρι μέσα στο καΐκι. Ξοπίσω της ο μούτσος με τη βαλίτσα της. Έριξε ματιά κι είδε το μπάχαλο στην καμπίνα. Θα την πήρε κι η ψαρίλα, γιατί δέχτηκε χωρίς δισταγμό να κάτσει δίπλα μου, στην πρύμη που της έκανα θέση.
ΜΆ ευχαρίστησε με πολλή ευγένεια. ?νοιξε το σακίδιό της. Έβγαλε και φόρεσε μια πορτοκαλιά νιτσεράδα. Τα κατάμαυρα μαλλιά της τα μάζεψε σε μάλλινο σκούφο. Ίσα που πρόλαβε και κάθισε. Το πρώτο κύμα έξω από την προβλήτα μας πέτυχε στο πλάι. Το δεύτερο, όπως έστριψε το καΐκι, έσκασε με πάταγο στη δεξιά μάσκα. Το κύμα διαλύθηκε σε εκατοντάδες χιλιάδες σταγόνες και μαζί με αφρούς έσκασε πάνω μας σαν βροχή! Πιάστηκα γερά από το ξύλο κι η κοπέλα αυθόρμητα με άρπαξε απ το μπράτσο για να μην κατρακυλήσει.
Ο καπετάνιος ορθός στην τιμονιέρα, με τόνα χέρι στο πηδάλιο, έφερε με τΆ άλλο το λεβιέ στο κράτει. Μια κίνηση στην ώρα της, μη τύχει και ξενερίσει η προπέλα. Πάνω στο κύμα, μόλις περάσαμε την κορφή του, το καΐκι πήρε βουτιά! Η μηχανή στο κράτει, πάντοτε μη και «καρφώσει» η πλώρη του στα βαθειά. Το ψαράδικο χώθηκε στην αφρισμένη αγκαλιά. Τότε μούγκρισε η μηχανή. Να ξενερίσει με τη φόρα η πλώρη του. Να ξεφύγει από την υγρή αρπάγη και με δρόμο νΆ αρχίσει το ανέβασμα.
Το καραβόσκαρο έτριξε! Στήθηκε ορθό σαν άτι και συνέχισε! Κι ύστερα πάλι το ίδιο. Κράτει και βουτιά. Όλο το ίδιο. Μια γαντζωμένος νΆ ανεβαίνεις στον αέρα, έτοιμος να πετάξεις! Μια να κρατάς κόντρα στη βουτιά που σε ρίχνει στα υγρά τάρταρα. Κι όλο νάΆ ρχεται πάνω σου σε ριπές η αρμύρα. Να σου
μαστιγώνει το πρόσωπο. Να στέκει και να ξεραίνεται με τον αέρα το αλάτι. Κι εσύ να μην έχεις ένα λεύτερο χέρι να σκουπιστείς. Κι όλο να νοιώθεις πως κάποιος σου τραβάει τα σωθικά, κάπως να σου ξεριζώσει από μέσα τα εντόσθια. Κάθε κύμα μια πάλη. Κάθε πέρασμα μια πρόσκαιρη νίκη…
Κι εκεί στο βάθος, το μεγάλο νησί τυλιγμένο στην καταχνιά, να νομίζεις πως όλο ξεμακραίνει αντί να ζυγώνει. Και μπροστά μια ασπρισμένη θάλασσα, μια θάλασσα χωρίς πανί, χωρίς πλεούμενο…
Οι άλλοι δύο επιβάτες, ξαπλωμένοι από την αρχή, τυλιγμένοι σε μουσαμάδες, έχουνε πέσει σε λήθαργο. Στην τιμονιέρα ο καπετάνιος παλεύει με σφραγισμένα χείλια το θεριό. Ο γερο – λοστρόμος στη μηχανή, μισός
μέσα – μισός έξω, παρακολουθεί τα πάντα μΆ ανήσυχο μάτι. Κάποιες γυρίζει προς το μέρος μου και φέρνει το δάχτυλο στον κρόταφο. Η χειρονομία σημαίνει: Στάλεγα; Έχουμε διαβολοσαβούρα μαζί μας!
Αυτό δεν λέγεται ναυτέα
Εγώ είχα πρόβλημα που δεν ήτανε ναυτία! Ένοιωθα το στομάχι μου να μΆ ενοχλεί. Γύρισα στην κοπέλα. Την είδα ανήσυχη.
-Είσθε καλά; Φοβάστε; Έχετε ναυτία; Τη ρώτησα στα εγγλέζικα.
-Όχι, καθόλου. Είμαι μένα τσάι σκέτο από το πρωί.
-Έχουμε το ίδιο πρόβλημα. Κι εγώ μΆ ένα καφέ. Όμως έχω τη λύση. Στο πρώτο κατέβασμα έβγαλα από την τσέπη της νιτσεράδας μου ένα μεγάλο κομμάτι φρέσκο μαύρο ψωμί.
-Κράτησε και περίμενε, της είπα. Απόρησε. Στο επόμενο κατέβασμα παρουσίασα δυο σφιχτά αυγά βραστά.
-Θα σε κρατάω εγώ από το μπράτσο! Λευτέρωσε και τΆ άλλο χέρι σου. Κόψε το ψωμί στη μέση. Καθάρισε τΆ αυγά, ένα στον καθένα. Αλάτι δεν χρειάζονται, γιατί βρέχονται συνέχεια! (Εισέπραξα σε φουρτούνα το πιο γλυκό χαμόγελο).
Η κοπέλα ακολούθησε τις εντολές μου.
– My name is Jasmin!, μου είπε.
(Βέβαια. Έπρεπε να τόχα καταλάβει. ΑπΆ τα μαλλιά και τα τσακίρικα μάτια! Με είχε ξεγελάσει η προφορά της. Δεν είχε τίποτα που να uυμίζει ανατολικό κράτος).
– Günaydin Jasminü (Καλημέρα Γιασμίν) της απάντησα στα τούρκικα. Μούδωσε να δαγκώσω την πρώτη μπουκιά. Δάγκωσε κι αυτή. Ήταν αυτό πούχε ανάγκη το άδειο στομάχι μας.
– Tesekkür ederim. Afiyet olsum. Admiz ne?
-Τόσα πολλά δεν ξέρω! της απάντησα μασουλώντας.
-Σου είπα «ευχαριστώ», σου ευχήθηκα «καλή όρεξη και σε ρώτησα «ποιό είναι τΆ όνομά σου». Κι εγώ με τη σειρά μου της ευχήθηκα:
– Afiyet olsum Jasmin (καλή όρεξη).
Νοιώσαμε σύντομα ανακούφιση, μόλις το στομάχι δέχτηκε στέρεη τροφή.
-Πρέπει να είσαι ιστιοπλόος. Σού φαίνεται!
-Κι εσύ το ίδιο! της αποκρίθηκα. Τώρα δεν μας ένοιαζε για τίποτα. Ούτε το στρίμωγμα, ούτε το κοπάνημα, ούτε το κράτημα, ούτε και το βρέξιμο. Το βλέμμα ψηλά στον ορίζοντα και συζήτηση όπως το λένε κι οι κανονισμοί…
Το φουρτουνιασμένο Αιγαίο ενώνει
Γεννημένη στην Πόλη. Σπούδασε Αγγλία. Δούλεψε στο Μόναχο και ξαναγύρισε στη πατρίδα της. Στην Ελλάδα έζησε δυο αξέχαστες εβδομάδες.
Φιλοξενήθηκε από ελληνίδα, παλιά συμφοιτήτριά της στο Λονδίνο, στο Μακρονήσι, στο Αιγαίο. Σχεδόν μια εβδομάδα πέρασε στα Κυκλαδονήσια με πανάδικο. Διασκέδαση που τελείωσε χτες. Πρέπει να προλάβει την αυριανή πτήση για την Πόλη. Μου μίλησε για το Αιγαίο. Για τη θάλασσα που χρειάζεται μια ιδιαίτερη προσοχή. Παρατήρησε αρκετά πράγματα. Στους κάβους, συχνά το ρεύμα έχει αντίθετη κατεύθυνση από το κύμα. Στην πατρίδα της, από το Βόσπορο μέχρι κάτω τα Δαρδανέλια το ρεύμα κατεβαίνει συνέχεια. Δεν γυρίζει. Όταν βγαίνανε από τα λιμάνια, πρώτα σηκώνανε τη μαΐστρα. Μόλις βλέπανε ότι θα φρεσκάρει ο καιρός σηκώνανε το φλόκο. Για τις ξαφνικές σπιλιάδες συνέχεια σκότα. Το τακ πάντοτε μακριά από το νησί, τη στεριά, για να μην το χάσουνε. Όταν δεν υπήρχε προβλήτα, κυρίως στους όρμους, δεν φουντάρανε καταμεσίς. Αν είχε στη στεριά κοντά ψηλή κορφή, έρχονταν στρίματα και το σκάφος ανέμιζε κουραστικά. Πλησιάζανε με βυθόμετρο στην ακτή. Είτε με φουσκωτό, είτε κολυμπώντας παίρνανε μπεντένι σε δέντρο ή σε βράχο. Έτσι απολαμβάνανε τον πιο ήσυχο ύπνο.
Η ναυτοσύνη δεν έχει πατρίδα. Παντού τα ίδια βάσανα με τις άγκυρες όταν μπλέκονται ή ξεσέρνουν. Με την προσάραξη σΆ αμμουδερό βυθό το ίδιο σύστημα. Να χρησιμοποιηθεί η άγκυρα δεμένη με το μαντάρι από το άλμπουρο για να ξεκολλήσεις. Κάποτες μέσα στην κουβέντα ένοιωσα να λιγοστεύει η πίεση. Το μεγάλο νησί άρχισε να μας καλύπτει. Είχαμε ανάγκη να
ξεμουδιάσουνε τα χέρια μας. Να σκουπίσουμε τα ξεραμένα αλάτια από το πρόσωπό μας. Ο καπετάνιος τιμόνευε με μαεστρία, κάνοντας οχτάρια πάνω στα κύματα. Σιγοτραγουδούσε κιόλας. Η Γιασμίν άνοιξε το σακίδιο κι έβγαλε ένα σακουλάκι.
– ΝΆ αλλάξουμε γεύση! Ξερή τροφή. Φιντίκ;
– Tesekkür ederim (ευχαριστώ).
Τα τσακίσαμε τα φουντούκια. Φτάσαμε στη στερνή μανούβρα. Καβατζάραμε το φαλακρό κάβο. Μπήκαμε στην απανεμιά. Η περιπέτεια πήρε τέλος. Όλα ξεχάστηκαν.. Οι δύο επιβάτες φανερώθηκαν. Διπλώσανε τους μουσαμάδες. Το ταξί περίμενε. Χαιρετίσαμε κι ευχαριστήσαμε θερμά καπετάνιο και
λοστρόμο. Η Γιασμίν φίλησε και τους δύο στα μάγουλα.
Ο γερο – βοηθός τάχασε.
-Αφεντικό είχες δίκιο. Αυτή φοράει παντελόνια. Μιάμιση ώρα διαδρομή με κουβεντολόι. Προλάβαμε το φέρρυ. Στο εστιατόριο έγινε γιορταστικό τσιμπούσι με ούζα. Την άλλη μέρα στο αεροδρόμιο πήραμε διαφορετικές
κατευθύνσεις.
Επίλογος
Όταν έγινε ο σεισμός στην Πόλη προσπάθησα μάταια να επικοινωνήσω με τη Γιασμίν. Αργότερα έμαθα πως ήτανε καλά. Με το δικό μας σεισμό πήρα ένα μήνυμα από τη Γιασμίν που κατέληγε: «Please accept my condolences for your fellow countrymen who lost their lives. If I can assist you in any way please contact me».
(Είμαστε φιλαράκια. Μας είχε δέσει η κοινή περιπέτεια. Κάποιο απΆ τα ερχόμενα καλοκαίρια, αν θέλει ο Θεός, θάμαστε μαζί στο Αιγαίο με πανάδικο).
– Tesekkür ederim Jasmin!