Από το 1974, ο “πόλεμος” με Τουρκία για κοιτάσματα Αιγαίου.
Blog , Στραβά κι ανάποδαΤης Μαρίας Μιχάλη
Όπως δημοσιεύουν την Δευτέρα «Τα Νέα», μια νέα εφαρμογή πληροφορικής ανέπτυξε το Wikileaks (wikileaks.org), η οποία δίνει τη δυνατότητα να ψάξει κανείς αποχαρακτηρισμένα τηλεγραφήματα αμερικάνικων πρεσβειών από τη δεκαετία του 1970 με τρόπο που δεν ήταν σήμερα εφικτός. «ΤΑ ΝΕΑ», μαζί με το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων, το Associated Press στη Μεγάλη Βρετανία, το ιταλικό περιοδικό «L’Espresso», την αυστραλιανή εφημερίδα «The Age», τη μεξικανική «La Jornada» και άλλα εννέα μέσα μαζικής ενημέρωσης ανά τον κόσμο είχαν πρόσβαση στην εφαρμογή και στα τηλεγραφήματα τον τελευταίο μήνα για την αναζήτηση των καλύτερων ιστοριών που βρίσκονται κρυμμένες σε περισσότερα από 1,7 εκατομμύρια διπλωματικά έγγραφα.
Σύμφωνα με τους ανθρώπους του Wikileaks, το πρότζεκτ Public Library of US Diplomacy (PlusD) «έχει σκοπό την καλύτερη πρόσβαση του κοινού στις αμερικανικές κυβερνητικές πληροφορίες». «Γίνεται για τη διατήρηση της ιστορικής αλήθειας», όπως υποστηρίζει η οργάνωση, καθώς έχουν υπάρξει περιπτώσεις κατά τις οποίες διπλωματικά έγγραφα των ΗΠΑ που ήταν αποχαρακτηρισμένα βρέθηκαν να επαναχαρακτηρίζονται ως απόρρητα.
Στη νέα εφαρμογή του Wikileaks οι αναζητήσεις στα τηλεγραφήματα μπορούν να γίνονται δίνοντας συγκεκριμένες ημερομηνίες ή χρονικά διαστήματα ή με βάση παραλήπτη ή αποστολέα ή ανάλογα με το αν η αρχική ή η σημερινή τους διαβάθμιση είναι απόρρητη ή εμπιστευτική. Μεγαλύτερη σημασία έχει όμως το γεγονός ότι μπορεί να ψάξει κανείς ανάλογα με την κίνηση των τηλεγραφημάτων ανά γεωγραφική περιοχή και θέμα – που σημαίνει ότι επιλέγοντας στο ανάλογο πεδίο τους όρους «GR» και «CY» μπορεί να βρει όλα τα διπλωματικά έγγραφα που αφορούν την Ελλάδα και την Κύπρο. Σημειώνεται ότι για την περίοδο 1973-1976 τα τηλεγραφήματα που αφορούν τη χώρα μας φτάνουν τα 19.910 και την Κύπρο τα 11.189.
«Τα Νέα» είχαν, λοιπόν, την ευκαιρία να εξετάσουν αμερικανικά τηλεγραφήματα που αποκαλύπτουν το διπλωματικό παρασκήνιο των ερευνών στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, από τα σκάφη «Τσανταρλί» το 1974 και «Σισμίκ» το 1976.
Στις 17 Ιουνίου 1974 ένα εμπιστευτικό πολυσέλιδο έγγραφο εστάλη από τον αμερικανό πρεσβευτή στην Άγκυρα, Ουίλιαμ Μάκομπερ, προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και τον ΟΗΕ, τις πρεσβείες σε Αθήνα, Λευκωσία, Λονδίνο, τα προξενεία Σμύρνης, Θεσσαλονίκης, Κωνσταντινούπολης, αλλά και προς πλήθος άλλων αποδεκτών κυρίως από τις στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, στην Ευρώπη, τον 6ο Στόλο, καθώς και στις μυστικές υπηρεσίες. «Πιθανώς, το ελληνικό διάβημα στόχευε στο να “τρομάξει” όποιες ξένες εταιρείες εξετάζουν το ενδεχόμενο να αναλάβουν έρευνες για λογαριασμό της Τουρκίας», έγραφε στο τηλεγράφημα ο πρεσβευτής Μάκομπερ. Οι ΗΠΑ παρακολουθούσαν στενά την κατάσταση ήδη από τα τέλη του προηγούμενου μήνα. Στα στοιχεία εμπιστευτικού τηλεγραφήματος (1974ANKARA04216) φαίνεται ότι οι έρευνες για πετρέλαιο στο Αιγαίο αντιμετωπίζονταν από τις ΗΠΑ ως «αξιώσεις συνόρων και κυριαρχίας». Μερικές ώρες αργότερα το «Τσανταρλί» έβγαινε από τα Στενά του Βοσπόρου για να εξερευνήσει τα πετρώματα της υφαλοκρηπίδας. Ταυτόχρονα από πηγές του τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού διέρρεε σε ξένα μέσα ότι το πρωί απέπλευσε από τον Ναύσταθμο του Μαρμαρά μικρός στόλος καταδρομικών – τέσσερα υποβρύχια, εννέα ναρκαλιευτικά και κανονιοφόροι.
Την ίδια ημέρα, εμπιστευτικό τηλεγράφημα από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ αναφέρεται στα συμβόλαια της εταιρείας Geophysical Services Inc., θυγατρικής του αμερικανικού κολοσσού Texas Instruments, o οποίος προμήθευε με εξοπλισμό την τουρκική εταιρεία πετρελαίου TPAO. Σε ερωτήσεις αμερικανού διπλωμάτη σχετικά με το αν η θυγατρική είχε υπογράψει συμβόλαιο για εξερεύνηση αμφισβητούμενων περιοχών του Αιγαίου και αν γνώριζαν για τη διαμάχη μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας, εκπρόσωπος της εταιρείας απάντησε ότι η GSI δεν επιθυμούσε να βρεθεί ανάμεσα στα δύο αντιμαχόμενα κράτη.
Στις 30 Μαΐου ο γενικός γραμματέας του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, κ. Βλάχος, ενημέρωσε την αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα ότι εντοπίστηκαν δύο σκάφη, τα οποία συνοδεύονταν από πλοία του τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού, να κατευθύνονται προς τις αμφισβητούμενες περιοχές. Στις 4 Ιουνίου ανακοινώθηκε ότι οι έρευνες του «Τσανταρλί» ολοκληρώθηκαν.
Όπως αποκαλύπτεται σε τηλεγράφημα, η Τουρκία άσκησε πιέσεις στους Αμερικανούς στις 12 Ιουνίου κατά τη συνάντηση του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών με τον πρεσβευτή Μάκομπερ. Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε ότι η θέση των ΗΠΑ να εκδώσει οδηγία προς τις αμερικανικές εταιρείες να παύσουν τα εξερευνητικά προγράμματα σε αμφισβητούμενες περιοχές έβλαπτε τα συμφέροντα της Τουρκίας, αφού η Ελλάδα είχε ήδη διεξαγάγει έρευνες.
Στην συνέχεια, στις 6 Αυγούστου 1976, κατά τη διάρκεια δείπνου του Ολλανδού υπουργού Εξωτερικών, Βαν Ντερ Στουλ, με τον ομόλογο του, Δημήτρη Μπίτσιο, και τον πρωθυπουργό, Κωνσταντίνο Καραμανλή, έφτασε η πληροφορία ότι το τουρκικό ερευνητικό σκάφος «Σισμίκ» έπλεε σε ελληνικά ύδατα. Η ατμόσφαιρα φορτίστηκε και ο Καραμανλής είπε ότι η Ελλάδα θα αναγκαστεί να δράσει εφόσον οι Τούρκοι «εμμείνουν στις προκλήσεις τους». Το υπουργείο Εξωτερικών της Ολλανδίας επικοινώνησε με αξιωματούχο στην Ουάσινγκτον και με την ΕΟΚ, ζητώντας παρέμβαση των Αμερικανών για ειρηνικό συμβιβασμό Ελλάδας- Τουρκίας. Η αγωνία των Ολλανδών εξηγείται από το γεγονός ότι η αγγλοολλανδική εταιρεία Shell πήρε άδεια από την Τουρκία για έρευνες εντοπισμού πετρελαίου σε μια περιοχή 1.000 χιλιομέτρων.
Στις 3 Αυγούστου ο Μάκομπερ συνάντησε τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών, Ιχσάν Τσαγλαγιανγκίλ, και προσπάθησε να τον πείσει ότι «θα ήταν πιο λογικό η Τουρκία, ως μεγαλύτερη και πιο ισχυρή χώρα από ό, τι η Ελλάδα, να πάρει πρωτοβουλία διαλόγου». Ο Τσαγλαγιανγκίλ ζήτησε η ΗΠΑ και οι άλλοι σύμμαχοι «να σταματήσουν να συμπεριφέρονται στην Ελλάδα σαν να είναι κακομαθημένο παιδί». Ο Μακόμπερ προειδοποίησε πως οποιαδήποτε σύγκρουση θα πάγωνε για πολλά χρόνια την έγκριση της αμυντικής συνεργασίας Τουρκίας- ΗΠΑ από το αμερικανικό κογκρέσο.
Όσο εξελισσόταν η υπόθεση του «Σισμίκ», ο Μακόμπερ ενημέρωνε διαρκώς την Ουάσινγκτον με τηλεγραφήματα.
Πηγή Υστερόγραφα