Μεγάλο Αφιέρωμα Ναυτοσύνης σε τρία μέρη – Μέρος Β. Η τέχνη της μανούβρας.
Τα σκάφη και τα μυστικά τουςΗ τέχνη της μανούβρας – Ελιγμοί με μία προπέλα
Του Μάκη Ματιάτου
Το κεφάλαιο της μανούβρας είναι ίσως το δυσκολότερο στη θεωρία αλλά και στην πράξη της ιστιοπλοϊκής «τέχνης», γιατί σίγουρα η ιστιοπλοΐα είναι τέχνη. Αιτία είναι η ιδιαίτερη συμπεριφορά του ιστιοφόρου, λόγω της ιδιομορφίας, που δίνει η προπέλα στην κατεύθυνση του σκάφους, αλλά και της επίδρασης του αέρα. «Περί μανούβρας», λοιπόν, ο λόγος για να μην προκαλείτε… πανικό στα πολυσύχναστα λιμάνια.
Έχοντας εξετάσει στο προηγούμενο πρώτο μέρος πώς λειτουργεί η προπέλα,
επηρεάζοντας την κατεύθυνση του σκάφους ιδίως στο ανάποδα και πώς επηρεάζει τη συμπεριφορά του ο αέρας, ας προχωρήσουμε σε αυτό το δεύτερο μέρος στις μανούβρες πλαγιοδέτησης, πρυμοδέτησης και πρωδέτησης, για να δούμε στη συνέχεια το ρεμετζάρισμα σε δεύτερη και τρίτη ντάνα.
Τα σκοινιά και οι κάβοι
Πριν μπούμε σε περισσότερες λεπτομέρειες, ας αναφερθούμε στα σκοινιά και τους κάβους, που χρησιμοποιούμε.
Στο σχήμα 1 βλέπουμε ένα πλαγιοδετημένο ιστιοφόρο. Οι κάβοι 1 και 2 είναι αντίστοιχα ο πλωριός και ο πρυμιός. Οι κάβοι 3 και 4, που λέγονται springs ή λεντίες, δένονται για να περιορίζουν την προς τα πλώρα ή πρύμα μετακίνηση του σκάφους, αλλά και το άνοιγμα της πλώρης ή της πρύμης. Χωρίς τα springs, το σκάφος θα έπαιζε, όπως αυτό του σχήματος 2.
Springs γενικά λέμε τους κάβους εκείνους, που μας βοηθούν να κρατήσουμε την πλώρη ή την πρύμη μας, για να ακινητοποιήσουμε το σκάφος ή ακόμα και να κάνουμε μια μανούβρα, ανοίγοντας ή κλείνοντας την πλώρη ή την πρύμη. Στα οχήματα 3 α, β, γ, δ, βλέπουμε πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί μια λεντία και τι αποτέλεσμα φέρνει στη μανούβρα.
Α: Δένοντας μια λεντία πρύμα και πιάνοντας στο μόλο, με το τιμόνι στο μέσον, κάνουμε αργά πρόσω. Το σκάφος από τη θέση 1 θα έρθει στη 2, παράλληλα στο μόλο. Ο γοφός θα ακουμπήσει πρώτος, ενώ η πλώρη θα είναι λίγο πιο ανοικτή.
Β: Αν ακολουθούσαμε την ίδια διαδικασία, όπως στην περίπτωση Α, έχοντας όμως δέσει τη λεντία στην πλώρη, το σκάφος θα γύριζε με την πλώρη στο μόλο, ανοίγοντας πάρα πολύ την πρύμη.
Γ: Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, αν θέλουμε να πλαγιοδετήσουμε, κάνοντας ανάποδα, με λεντία στην πρύμη. Η πρύμη κλείνει προς το μόλο, αλλά η πλώρη ανοίγει πολύ. Ο σωστός τρόπος για την πλαγιοδέτηση με λεντία, κάνοντας ανάποδα, είναι ο Δ.
Δ: Κάνοντας ανάποδο, με το τιμόνι στη μέση και λεντία πλώρα, το σκάφος διπλαρώνει παράλληλα στο μόλο.
Οι περιπτώσεις Β και Γ μπορεί να μην ανταποκρίνονται στις ανάγκες της πλαγιοδέτησης, είναι όμως οι ενδεδειγμένες ενέργειες, για τη διαδικασία άπαρσης από την πλαγιοδέτηση, κάτω από ορισμένες συνθήκες, όταν
θέλουμε να ανοίξουμε πρώτα την πλώρη μας ή την πρύμη μας, κάτι πολύ συνηθισμένο για μανούβρες σε πολύ μικρό χώρο, μεταξύ άλλων
πλαγιοδετημένων σκαφών και με διεύθυνση ισχυρού αέρα, που δεν βοηθάει στην άπαρση.
Μανούβρα πλαγιοδέτησης
Στο σχήμα 4 βλέπουμε τη μανούβρα προσέγγισης για πλαγιοδέτηση σε ένα μόλο. Με δεξιόστροφη προπέλα προσεγγίζουμε αργά (κράτει) υπό γωνία 10º-20º το μόλο και κάνουμε ανάποδα (θέση 1). Η προπέλα θα στρέψει την πρύμη προς το μόλο, για να έρθουμε στη θέση 2. Τί γίνεται, όμως, αν ο χώρος είναι περιορισμένος και πρέπει να πλαγιοδετήσουμε ανάμεσα σε δύο ήδη πλαγιοδετημένα σκάφη;
Στο σχήμα 5, το ιστιοφόρο Γ στη θέση 1 πλησιάζει υπό γωνία την ελεύθερη θέση μεταξύ των σκαφών Α και Β. Στη θέση 2 δένει πλώρα μια λεντία και γυρίζει το τιμόνι δεξιά, κάνοντας πρόσω. Η λεντία περιορίζει την προς τα πρόσω κίνησή του, αλλά η πρύμη του γυρίζει αργά προς το μόλο, για να αράξει τελικά στη θέση 3. Την ίδια μανούβρα μπορούμε να κάνουμε, εκμεταλλευόμενοι τον αέρα, που έρχεται από πρύμα και την ενέργεια της δεξιόστροφης προπέλας, όπως φαίνεται στο σχήμα 6. Με λίγες στροφές στο ανάποδα, για να εξισορροπήσουμε το ξέπεσμα, και το τιμόνι αριστερά, το σκάφος Γ από τη θέση 1 θα έρθει στη θέση 2.
Ας δούμε όμως και μια προσέγγιση για πλαγιοδέτηση με τη δεξιά μπάντα
(δεξιόστροφη προπέλα), όπως φαίνεται στο σχήμα 7. Πλησιάζουμε αργά (κράτει) στη θέση 1, σχεδόν παράλληλα με το μόλο. Γυρίζουμε το τιμόνι τέρμα αριστερά, για να πλησιάσει η πρύμη το μόλο, κάνοντας μια γκαζιά πρόσω (θέση 2). Ελέγχουμε με τη μηχανή ή τους κάβους την προς τα πρόσω κίνηση του σκάφους, λόγω της αδράνειας. Αν χρειαστεί να δέσουμε στην προσήνεμη πλευρά ενός μόλου, το σκάφος θα υποστεί πολλές καταπονήσεις επάνω στο μόλο, έστω κι αν βάλουμε πολλά μπαλόνια. Ένας τρόπος να πλαγιοδετήσουμε, χωρίς να κάνουμε ζημιές, είναι αυτός του σχήματος 8. Πλησιάζοντας, φουντάρουμε την ελαφριά άγκυρα από πρύμα (θέση 1) και την πλωριά στη θέση 2.
Ελέγχοντας στη συνέχεια το έκταμα, πρύμα-πλώρα, αφήνουμε τον αέρα να μας φέρει δίπλα στο μόλο και δένουμε ανοικτά, για να μην ακουμπάει το σκάφος στην προβλήτα. Αυτός ο τρόπος δεν είναι πολύ συνηθισμένος και πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση, που δεν μπορούμε να πρυμοδετήσουμε ή να πρωδετήσουμε για κάποιο λόγο.
Η πρυμοδέτηση και η πρωδέτηση
Η πρυμοδέτηση δεν παρουσιάζει μεγάλη δυσκολία, όταν υπάρχει αρκετός χώρος στο μόλο. Είναι ο πιο συνηθισμένος τρόπος για να δένουμε στα λιμάνια, όπου συνήθως ο χώρος είναι περιορισμένος. Η τακτική, που ακολουθούμε είναι αυτή του φουνταρίσματος με την πλωριά άγκυρα και στη συνέχεια το δέσιμο στο μόλο κάνοντας ανάποδα. Αφού δέσουμε πρυμάτσες, φερμάρουμε στη συνέχεια την άγκυρα. Μερικές φορές, είτε για λόγους ευκολίας, είτε από ανάγκη, τα μικρά σκάφη φουντάρουν από πρύμα και δένουν στην προβλήτα με την πλώρη (πρωδέτηση), ιδίως όταν υπάρχουν ρηχά και πέτρες κοντά στο μόλο, που εμποδίζουν τα σκάφη με
μεγάλο βύθισμα να πιάσουν αρκετά κοντά για να βγάλουν την πασαρέλα έξω. Έστω και αν το βύθισμα το επιτρέπει, αποφεύγουμε να πρυμοδετούμε πολύ έξω, γιατί με τα απόνερα και τη ρεστία, το σκάφος σκαμπανεβάζει και μπορεί να προκληθεί ζημιά στο πηδάλιο ή στην καρίνα, αν είναι ρηχά.
Η πρυμοδέτηση πάντως πρέπει να προτιμάται από την πρωδέτηση, γιατί διευκολύνει την επιβίβαση και αποβίβαση του πληρώματος, αλλά και το κυριότερο, μας επιτρέπει να φύγουμε πολύ εύκολα από τη θέση μας εσπευσμένως, γιατί η πλώρη μας είναι ήδη γυρισμένη έξω.
Για την πρυμοδέτηση ή πρωδέτηση, όταν ο αέρας είναι κάθετος στο μόλο και εμείς θέλουμε να φουντάρουμε και να δέουμε στην προσήνεμη πλευρά της προβλήτας, απλώς φουντάρουμε πάνω στον καιρό και ελέγχοντας την πρύμη με το τιμόνι και την πλώρη με την καδένα, κάνουμε αργά ανάποδα. Αν ο καιρός είναι από την μπάντα, ακολουθούμε τη διαδικασία του σχήματος 9.
Πλησιάζουμε παράλληλα, με το μόλο, με την πλώρη πάνω στον καιρό, φροντίζοντας να μη πιάσουμε κάποια καδένα ή αγκυρόσκοινο άλλου
ρεμετζαρισμένου σκάφους (θέση 1). Ποδίζοντας λίγο, δίνουμε στο σκάφος μια κλίση 45° περίπου με το μόλο (μιλάμε πάντα για σκάφος με δεξιόστροφη προπέλα) και φουντάρουμε, ελέγχοντας την πρύμη μας με το τιμόνι, και κρατώντας κοντά στην πλώρη του σκάφους Α. Κάνοντας ανάποδα, η
προπέλα γυρίζει την πρύμη μας προς το σκάφος Α. Κάνοντας κράτει, η πρύμη ξεπέφτει στο σκάφος Β. Το τιμόνι πολύ λίγο βοηθάει, γιατί δεν δέχεται τη ροή της προπέλας, άρα πρέπει να βοηθήσουμε, κρατώντας την πλώρη, λασκάροντας και αγαντάροντας ανάλογα το αγκυρόσκοινο. Φερμάροντας την πλώρη, η πρύμη γυρίζει προς το σκάφος Β. Λασκάροντας και αγαντάροντας τα μπόσικα, το σκάφος με την ενέργεια της προπέλας έρχεται στη θέση 3. Το κράτημα της πλώρης είναι απαραίτητο για να αποφύγουμε να πέσουμε πάνω στο σκάφος Β.
?λλος ένας τρόπος πρυμοδέτησης είναι και αυτός των σχημάτων 10α και 10β, που μπορούμε να ακολουθήσουμε, όταν ο αέρας είναι πολύ δυνατός, για να ελέγξουμε καλύτερα τη μανούβρα. Από τη θέση 1 πλησιάζουμε στο μόλο και δένουμε ένα κάβο (θέση 2) στην αριστερή δέστρα της πλώρης. Στη συνέχεια κάνουμε ανάποδα, λασκάροντας τον κάβο και φουντάρουμε στον καιρό (θέση 3). Φέρνουμε τον κάβο στην αριστερή πρυμιά δέστρα και με τη βοήθεια και του αγκυρόσκοινου γυρίζουμε το σκάφος από τη θέση 4 στη θέση 5. Παίρνοντας τον κάβο και ελέγχοντας την πλώρη με το αγκυρόσκοινο, φέρνουμε το σκάφος με την πρύμη στο μόλο.
Διαδικασία άπαρσης από το μόλο
Η διαδικασία άπαρσης έχει και αυτή τα μικρά μυστικά της, αλλά οπωσδήποτε είναι πιο εύκολη από το ρεμετζάρισμα. Αρκεί να θυμόμαστε όσα είπαμε για τη λεντία και την τάση της προπέλας, για να φύγουμε εύκολα από το μόλο. Στο σχήμα 11 βλέπουμε την περίπτωση, όπου η διεύθυνση του αέρα είναι παράλληλη με την προβλήτα. Κοτσάρουμε ένα spring στην πρύμη, έχοντας περάσει μπεντένι (θέση 1).
Ο αέρας θα ανοίξει την πλώρη μας και θα φέρει το σκάφος στη θέση 2. Προσοχή, χρειάζεται ένα μπαλόνι στο γοφό του σκάφους, για να μη γίνει ζημιά. Από τη θέση 2 και γυρίζοντας λίγο το τιμόνι
αριστερά, για να μπορέσουμε να πάμε πάνω στον καιρό, κάνουμε πρόσω και παίρνοντας μέσα το μπεντένι, φεύγουμε. Αν ο καιρός είναι κάθετος στο μόλο και εμείς είμαστε δεμένοι στην προσήνεμη πλευρά του, παίρνουμε ένα spring από την πλώρη μας, περνώντας μπεντένι και κάνουμε πρόσω με το τιμόνι δεξιά (θέση 1). Το σκάφος θα έρθει στη θέση 2 (δεν ξεχνάμε το μπαλόνι στην πλώρη). Μόλις ανοίξει αρκετά την πρύμη του, ώστε αυτή να βλέπει στον καιρό, παίρνουμε μέσα το μπεντένι και κάνουμε ανάποδα.
Πολλές φορές, όταν ο αέρας δεν είναι δυνατός μπορούμε να φύγουμε από το μόλο, αβαράροντας ανάλογα, για να ανοίξουμε την πλώρη ή την πρύμη μας, αλλά μόνο στην περίπτωση, που το σκάφος είναι αρκετά ελαφρύ και
η ένταση του αέρα αμελητέα. Για να φύγουμε από την πρυμοδέτηση ή πρωδέτηση, τα πράγματα είναι πάρα πολύ εύκολα. Με ελαφρύ πλευρικό αέρα, απλώς λύνουμε τους κάβους, τους περνάμε μπεντένι και στη συνέχεια
λασκάρουμε αργά, καθώς βιράρουμε την άγκυρα, για να ελέγχουμε το σκάφος, ώστε να μη ξεπέσει στα διπλανά, μέχρι να νετάρουμε από τις
καδένες των γειτονικών σκαφών. Στη συνέχεια παίρνουμε μέσα το μπεντένι και αφού ξενερίσει η άγκυρα, φεύγουμε στην πορεία μας. Αν ο αέρας είναι δυνατός, περνάμε μπεντένι ένα κάβο – πιάνο, ένα μακρύ κάδο, για να κρατήσουμε την πρύμη μας, καθώς βιράρουμε. Σε κάθε περίπτωση, με ή χωρίς αέρα, αβαράρουμε, μέχρι να νετάρουμε από τα διπλανά σκάφη. Αν δεν κρατάμε την πρύμη μας με κάποιο σκοινί, προσέχουμε να μην πιάσουμε με το τιμόνι ή την προπέλα αγκυρόσκοινα και ρεμέτζα γύρω μας, καθώς η πρύμη
στρέφεται, βιράροντας από την πλώρη. Έχουμε πάντα έτοιμο το γάντζο, για κάθε ενδεχόμενο. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ ότι δεν αβαράρουμε ποτέ από τα ρέλια και τα κολωνάκια, αλλά από άλλα πιο σταθερά σημεία του κύτους.
Πλαγιοδέτηση σε δεύτερη ή τρίτη ντάνα
Πολλές φορές, λόγω έλλειψης χώρου, είμαστε αναγκασμένοι να δέσουμε πάνω σε ένα άλλο πλαγιοδετημένο σκάφος, πέφτοντας δίπλα. Ας δούμε, λοιπόν, ένα παράδειγμα ρεμετζαρίσματος και άπαρσης. Στο σχήμα 12 έχουμε τρία σκάφη δεμένα. Ας υποθέσουμε ότι, το δικό μας είναι το σκάφος Γ. Πλησιάζουμε κανονικά, όπως περιγράψαμε παραπάνω, και δένουμε τρίτη ντάνα, με δύο κάβους στο μόλο, έναν πρύμα και έναν πλώρα, δύο κάβους πρύμα – πλώρα στο σκάφος Β, που βρίσκεται στη δεύτερη ντάνα και τέλος, δύο springs, επίσης στο σκάφος Β.
(Σε αυτή τη θέση πρέπει πάντα να μένει κάποιος πάνω στο σκάφος). Δεν έχει σημασία προς τα πού θα βλέπει η πλώρη μας. Αυτό Θα εξαρτηθεί από τη διεύθυνση του αέρα, όταν
πάμε να πέσουμε δίπλα στο σκάφος Β. Όπως είπαμε, μας βοηθάει να ρεμετζάρουμε με την πλώρη μας γυρισμένη στον καιρό. Εκείνο, που προσέχουμε, είναι να βάλουμε αρκετά μπαλόνια. Επίσης αποφεύγουμε να έχουμε το άλμπουρό μας, στο ύψος του διπλανού, γιατί με τη ρεστία, τα άλμπουρα μπορεί να συγκλίνουν και να πάθουν ζημιά, χτυπώντας μεταξύ τους.
Το πλεονέκτημα της πλαγιοδέτησης, όταν θέλουμε να φύγουμε, είναι ότι δεν
χρειάζεται το σκάφος, που βρίσκεται πιο έξω να βιράρει ή να κάνει μανούβρα. Αν για παράδειγμα, στο σχήμα 13, το σκάφος μας είναι το Β, (περίπτωση α), τότε εκείνο που πρέπει να ξέρουμε είναι ότι θα φύγουμε προς την υπήνεμη πλευρά της ντάνας, γιατί διαφορετικά το σκάφος Γ, που είναι στην τρίτη ντάνα, θα τείνει να κλίσει προς το Α.
Στην περίπτωση α του σχήματος, λύνουμε τον πρυμιό και τον πλωριό κάδο και τους παίρνουμε πάνω. Στη συνέχεια λύνουμε τις λεντίες από τα σκάφη Α και Γ. Μετά λύνουμε τον πλωριό και τον πρυμιό
κάδο, με τους οποίους κρατιέται πάνω μας το σκάφος Γ στην τρίτη ντάνα. Στην περίπτωση 6, τώρα, λύνουμε τον πλωριό κάδο του σκάφους Γ, με τον οποίο είναι δεμένο έξω, τον περνάμε από την πρύμη μας και τον ξαναδένουμε στην πλώρη του Γ. Αφήνουμε έναν από το πλήρωμά μας πάνω στο σκάφος Γ για να το δέσει και παίρνουμε μέσα τους δύο κάβους, που μας κρατάνε στο σκάφος Α. Μόλις νετάρουμε, (περίπτωση γ) κάποιος από το πλήρωμα δένει το εξωτερικό σκάφος Γ πάνω στο Α, όπως ήμασταν δεμένοι εμείς, δηλαδή φερμάρει τους δύο κάβους, που πιάνουν έξω και δένει δύο κάβους και δύο λεντίες πάνω στο Α. Εμείς, έχοντας πια τιμόνι, γυρίζουμε για να πάρουμε πάνω και το «δύστυχοΆ, που του έπεσε ο κλήρος να δέσει το σκάφος Γ. Αν το σκάφος μας ήταν το Γ, τότε βέβαια, η διαδικασία θα ήταν πολύ πιο απλή, μιας και λύνοντας όλα τα σκοινιά, θα μπορούσαμε να φύγουμε, είτε αβαράροντας, είτε ακολουθώντας την τακτική άπαρσης από την προβλήτα. Στο επόμενο τρίτο και τελευταίο μέρος του αφιερώματός μας στη μανούβρα θα αναφερθούμε σε χαρακτηριστικές περιπτώσεις μανούβρας, χρησιμοποιώντας μόνο τα πανιά σαν μέσο πρόωσης. Το θέμα είναι χαρακτηριστικότατο για αυτό που λέμε «τέχνη της ιστιοπλοΐας».
Μεγάλο Αφιέρωμα Ναυτοσύνης σε τρία μέρη – Μέρος Α.
Μεγάλο Αφιέρωμα Ναυτοσύνης σε τρία μέρη – Μέρος Γ.