Tον άγριο Ποσειδώνα να φοβάσαι … Μια πραγματική θαλασσινή ιστορία

Μια πραγματική θαλασσινή ιστορία

Του Χάρη Εφτανησιώτη

Δύο φίλοι του υγρού στοιχείου από τη Γαλλία και μια κοπέλα, τολμήσανε καταχείμωνο να αντιμετωπίσουν τον άγριο Ποσειδώνα! Με δίπλωμα ναυτοσύνης οι δυο τους, έδειξαν εμπιστοσύνη στην πείρα τους κι ήρθανε στην πατρίδα μας να ξελογιαστούνε από το μουσικό θρόϊσμα του αέρα στα πανιά Να μεθύσουν από το συρτό ήχο που κάνει το σκάφος γλιστρώντας στα κύματα!

Η θάλασσα δίνει ωραίες εμπειρίες, αλλά έχει και τις απρόβλεπτες ατυχίες. Νύχτα χάσανε το βαρκάκι. Μέρα, από ένα ακαθάριστο φίλτρο ή το σύστημα για λίπανση ή την ψύξη, σταμάτησε η μηχανή που τόσο την είχαν ανάγκη στην κακοκαιρία! Πήρανε το δρόμο του γυρισμού. Πράξη συνετή. Στο Σαρωνικό δοκιμάστηκαν από σφοδρούς νότιους ανέμους!


Μέσα στο σκοτεινό πρωινό ο κυβερνήτης, με τους νοτιάδες να σαρώνουν την παραλία, είχε την απρονοησία να μη λασκάρει την ώρα της πλαγιοδρομίας!
Ένα κύμα κοντό του ήρθε απότομα από τη θαλασσοταραχή. Αυτός δεν έφερε το σκάφος δευτερόπρυμα. Ούτε άλλαξε πορεία, να το φέρει σίγουρα στα όρτσα! Συνέχισε τρελό κουπαστάρισμα στην πλαγιοδρομία, που του έβαλε νερά στο κατάστρωμα και ζωντανή θάλασσα μέσα στο κόκπιτ. Από δεξιά του, στη δυτική πλευρά του κάβου που είχε καβατζάρει, είδε μιαν αβάλη ίσα με μισό μίλι. Λίγο πιο πέρα από τη μέση της ορθωνότανε το νησάκι, με βράχια απότομα που τα σάρωνε το κύμα και το σκέπαζε με αφρούς.

Ίσως αυτός ο μικρός όγκος να τον τρόμαξε! Κατέβασε τα πανιά! Το σκάφος χοροπήδησε πάνω στις κορφές από τα κύματα κι άρχισε να ξεπέφτει προς την παραλία. Φουντάρησαν την άγκυρα να τους κρατήσει. Το ξαρματωμένο πανάδικο συνέχισε την πορεία του με την πλώρη στα όρτσα, που σήμαινε πως η άγκυρα στο βυθό είχε πιάσει, αλλά ξέσερνε! Κάποια στιγμή η αλυσίδα τεντώθηκε ξαφνικά. Η πλώρη σηκώθηκε όρθια σαν ότι που ξαφνιάστηκε. Το κύμα που ερχόταν έσκασε στη μάσκα με δύναμη! Ο κυβερνήτης που γύριζε στην τιμονιέρα με την πλάτη στην πλώρη παραπάτησε. Άνοιξε τα χέρια του κάπου να κρατηθεί και βρέθηκε στη θάλασσα που τον σκέπασε!

Όταν ξενέρωσε, κατάλαβε πως δεν υπήρχε περίπτωση να κολυμπήσει μέχρι το σκάφος. Κάτι φώναξε. Τη φωνή του την πήρε ο άνεμος! Η κίνηση που έκανε με το χέρι του στους δικούς του, δεν είχε καμία σημασία, κανένα νόημα… Ο φίλος του, παρ΄ όλο το σκαμπανέβασμα κατάφερε να του πετάξει ένα σωσίβιο, όσο μπορούσε μακρύτερα! Το πήρε ο αέρας, έσκασε κάπου στο νερό κι εξαφανίστηκε μέσα στους αφρούς.. Το πανάδικο συνέχιζε να αγαντάρει στα κύματα που το σαρώνανε. Κράτησε όσο μπόρεσε η αλυσίδα! Όταν κόπηκε η καδένα, το σκάφος ακολούθησε όρθιο το κύμα! Τότε ο δεύτερος Γάλλος βρέθηκε με τη σειρά του στη θάλασσα. Βαρύς, με νιτσεράδες, μπότες, αλλά και με σωσίβιο, προτίμησε κι αυτός να πάρει το δρόμο για την παραλία, χωρίς να μπορεί να προσφέρει βοήθεια στην κοπέλα που είχε απομείνει μοναχή της!


Η ίδια φάνηκε στο κόκπιτ. Φαίνεται πως είχε προσπαθήσει να μιλήσει στο VHF. Να δώσει τρεις φορές το σήμα κινδύνου «Mayday» στο κανάλι 16, αναφέροντας το όνομα του γιωτ τη σημαία, επιβαίνοντες και περιοχή, αν την γνώριζε. Άρχισε να φωνάζει, χωρίς ν΄ ακούγεται, βλέποντας πως είχε κοινή μοίρα μ΄ ένα σκάφος παραδομένο στα κύματα, χωρίς άλλο συνεπιβάτη. Μια πορεία που οδηγούσε ίσια στη βραχονησίδα και τα γύρω της βράχια! Τότε ο Αλέξης από το παραλιακό προστατευμένο αραξοβόλι, που είχε
παρακολουθήσει τη δραματική δοκιμασία που περνούσαν οι ιστιοπλόοι, πήδηξε στο φουσκωτό του. Έβαλε μπροστά τη μηχανή και βγήκε προσεκτικά στα κύματα για να προσφέρει βοήθεια στο ξυλάρμενο σκάφος! Έφτασε δίπλα του από την υπήνεμη πλευρά. Το πανάδικο που παρασυρόταν πλάγιαζε
επικίνδυνα! Δεν προσπάθησε να το βογάρει. Έκανε νόημα στην κοπέλα να πλησιάσει. Η κοπέλα, γαντζωμένη μέσα στο κόκπιτ τον κοίταζε φοβισμένη χωρίς να κουνηθεί. Ο Αλέξης έφερε με προσοχή το φουσκωτό παράλληλα με το σκάφος. Δύο φορές κοπανίστηκε! Την τρίτη έδεσε την μπαρούμα σ΄ ένα μπουντέλι κοντά στην πρύμη. Με κίνδυνο να χτυπήσει πέρασε στο κατάστρωμα. Μ΄ ένα κοντό γάντζο έφερε το φουσκωτό που ανέμιζε, πάλι παράλληλο με το σκάφος. Με το άλλο του χέρι βοήθησε την κοπέλα να συρθεί προς το μέρος του. Ύστερα από πολλές προσπάθειες κατάφερε να βρεθεί η κοπέλα μπρούμυτα μέσα στο φουσκωτό! Ο Αλέξης σιγουρεμένος για την τρομαγμένη κοπέλα, σαν ιστιοπλόος θέλησε είτε να βρει κάβο να προσπαθήσει να ρυμουλκήσει το πανάδικο, είτε εφεδρική άγκυρα, μήπως μπορέσει να το κρατήσει, να το γλιτώσει που πήγαινε για προσάραξη. Όρθιος στο κόκπιτ φαίνεται πως γλίστρησε από τα νερά κι έπεσε με την πλάτη μέσα στο εσωτερικό, προσπαθώντας κάπου να κρατηθεί. Ένοιωσε φοβερό πόνο κι ένα χτύπημα στο κεφάλι. Τα μάτια του σβήσανε…


Από εδώ και πέρα δεν είδε το φουσκωτό που λύθηκε μοναχό του κι ακολούθησε τα κύματα, με την κοπέλα πάντοτε μέσα, πεσμένη μπρούμυτα! Δεν είδε τους δύο Γάλλους που φτάσανε σώοι στην παραλία. Δεν κατάλαβε το
πανάδικο που έφτασε στο νησάκι και σφηνώθηκε στα βράχια! Όταν άρχισε να συνέρχεται ένοιωσε πόνους στο κορμί και στο κεφάλι του. Κατάλαβε πως το πανάδικο είχε καθίσει γερμένο στη δεξιά μπάντα. Συνειδητοποίησε πως είχε γίνει ρήγμα στα βρεχάμενα, γιατί χώθηκαν μέσα νερά! Άκουσε τα κύματα που χτυπούσαν, αλλά ξεχώρισε κι ανθρώπινες ομιλίες. Στην ατυχία του, ξαπλωμένος, ένοιωσε ανακούφιση. Στις ομιλίες δέσποζε μια γυναικεία φωνή.

-Από εδώ παιδιά, είναι πιο εύκολο. Ανεβάστε το φορείο σιγά – σιγά! Κρατάτε γερά κόντρα με το γάντζο. Προσοχή στα βράχια! Πρέπει να είχαν έρθει με κάποιο πλεούμενο δίπλα. Άκουσε κι άλλες ομιλίες. Αυτή η γυναικεία φωνή είχε κάτι δικό της. Κάτι του θύμιζε, όσα χρόνια κι αν είχαν περάσει… Έκλεισε τα μάτια του και θυμήθηκε!

Η Μπούλη φοβόταν τον πετροπόλεμο!
Όσο κολυμπούσε ο ήλιος στη θάλασσα κρατούσε ο πετροπόλεμος! Όταν οι νικητές πνιγμένοι στον ιδρώτα φτάνανε έξω από το σπίτι της Μπούλης, τότε ο ήλιος έγερνε πίσω από την Πειραϊκή, γεμίζοντας τον γαλάζιο ουρανό με κόκκινα λυωμένα τριαντάφυλλα.

-Παιδιά κοιτάξτε! Τους έλεγε η Μπούλη. Να μια χρωματιστή αχιβάδα έξω από τη θάλασσα! Τ΄αγόρια ποτέ δεν κοιτάζανε! Ούτε νοιάζονταν για το κορίτσι που έκρυβε με φρίκη το προσωπάκι του, όταν οι πέτρες γράφανε τόξα κι οι χωμάτινοι σβώλοι γεμίζανε τον ήσυχο δρόμο με σύννεφα από σκόνη! Τα αγόρια νοιάζονταν για τις φιλενάδες της! Αυτές ήτανε στη βεράντα, στο σπίτι της Μπούλης. Παρακολουθούσαν με αγωνία τη μάχη! Χοροπηδούσαν και χτυπούσαν τα χεράκια τους για τα θαρραλέα παιδιά που αγωνίζονταν να φανούνε άνδρες και να χτυπηθούνε για χάρη τους! Αυτά τ΄ αγόρια γελούσαν με τον Αλέξη! Ήταν ο μόνος που έβρισκε δικαιολογίες για το φέρσιμο της Μπούλης. Πολλές φορές μοναχός του χτυπήθηκε μαζί τους με γροθιές! Πολλές φορές γύρισε σπίτι του με πρησμένα μούτρα και σκισμένο πουκάμισο! Στο τέλος παράτησε τον πετροπόλεμο και πήγαινε μαζί της στις ακρογιαλιές (ποτέ δεν κορόιδευε τα παιδιά η θάλασσα). Κοίταζε μαζί της τον ουρανό, τις χρωματιστές αχιβάδες την ώρα της δύσης κι ένοιωθε άντρας δυνατός, γιατί η Μπούλη του κρατούσε το χέρι, να νοιώσει κι αυτή σιγουριά και προστασία!

Απρόβλεπτη βοήθεια!
Η γυναικεία φωνή ακούστηκε πάλι.

-Από τα σκάφος, μας ακούς; Είσαι καλά; Κουράγιο, ερχόμαστε! Ο Αλέξης, μ΄ όση δύναμη είχε στη φωνή του απάντησε με μια λέξη:
-Περιμένω! Το «ευχαριστώ» που ήθελε να συνεχίσει δεν του βγαινε. Πονούσε.
Πόση ώρα, ώρες ή αιώνας πέρασε μέχρι που ακούστηκαν τα πρώτα βήματα στη σκάλα! Είδε πρώτα μια γυναίκα με σκούφο και παντελόνια. Ύστερα ένα πρόσωπο αγοριού που κρατούσε φορείο στο άνοιγμα. Η νεαρή γυναίκα ήρθε δίπλα του.

-Κουράγιο, θα σε μεταφέρουμε! Έχουμε όλα τα σύνεργα. Να περιποιηθούμε λίγο το κεφάλι σου ήρωά μου! Έχει λίγα αίματα. Χέρια, πόδια μπορείς να τα κουνήσεις;

-Ναι. Μόνο πονάω και ζαλίζομαι…
-Ησύχασε, έρχεται ο γιατρός. Νάτος… Ένα σακίδιο φάνηκε στο άνοιγμα. Ο Αλέξης έσφιξε το χέρι της γυναίκας. Πριν να λιποθυμήσει βρήκε τη δύναμη να μιλήσει.
Δεν της είπε ευχαριστώ, αλλά:
-Σήμερα συννεφιά.. Δεν θάχει χρωματιστή αχιβάδα ο ουρανός!…
Ήταν η Μπούλη! Η μικρή που παλιά φοβόταν τον πετροπόλεμο!

Η καλοσύνη, έστω κι αργά, ξεπληρώνεται!
Τον πήρανε με φορείο, δεμένο, μετά από παυσίπονη ένεση που του έκανε ο γιατρός. Μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο στη Βούλα. Ήταν τυχερός! Δεν είχε πάθει τίποτα σοβαρό. Θλάσεις σε μαλακά μόρια. Δύο – τρία τσιμπιδάκια στο τραύμα. Στο κρεβάτι κάθισε μόνο μια μέρα. Εκεί πληροφορήθηκε πως οι δύο Γάλλοι φτάσανε σώοι στην παραλία. Ύστερα, με το φουσκωτό του έφτασε η κοπέλα που δήλωσε πως μέσα στο σκάφος είχε μείνει ο σωτήρας της! Το σκάφος Akarita σκίστηκε κι ήρθε πλωτός γερανός και το σήκωσε. Το παρέδωσε σε καρνάγιο στο Πέραμα και δεν ξέρανε αν θα ξαναγυρίσει στη θάλασσα. Απ΄όλη την περιπέτεια ήτανε γραφτό, μια χειμωνιάτικη Κυριακή, να βρεθούνε δύο παιδικοί φίλοι πούχανε χαθεί μέσα στο χρόνο! Το κοριτσάκι που φοβόταν τον πετροπόλεμο είχε σταθεί παλικάρι με τα δύο παιδιά της που ήταν ναυτοπρόσκοποι και τον άντρα της που ήταν γιατρός. Αυτή η οικογένεια τόλμησε για ένα συνάνθρωπο που κινδύνευε και δεν γνώριζε ποιός ήταν! Το έφερε η μοίρα, το δειλό κοριτσάκι μια μέρα να τα βάλει με τη φύση, με το υγρό στοιχεία, και να δώσει βοήθεια σ΄ ένα αγόρι που δεν δίσταζε να τα βάζει παλιά με όλα τ΄ αγόρια για χατίρι της!