Βυθόμετρα – Μια γνωριμία σε βάθος…

Βυθόμετρα

Μια γνωριμία σε βάθος…

Του Μάκη Ματιάτου

Οι περισσότεροι φίλοι της θάλασσας είναι εξοικειωμένοι με την έννοια του των βυθομέτρων Το βυθόμετρο έχει προσφέρει βασικές πληροφορίες πλοήγησης για πολλά χρόνια και οι αρχικοί τύποι των αναλογικών συσκευών παραχώρησαν τη θέση τους στις πιο ακριβείς ηλεκτρονικές συσκευές αυτού του τύπου. Επίσης η αλματώδης ανάπτυξη της τεχνολογίας έδωσε τη δυνατότητα να υπάρχουν αριθμητικές ενδείξεις βάθους, όπως και απεικόνιση του πυθμένα αλλά και ανίχνευση ψαριών, που τώρα πια προβάλλονται σε οθόνες υγρών κρυστάλλων.


Ποιά είναι όμως η βασική φιλοσοφία πίσω από τη λειτουργία αυτών των συσκευών; Η κατανόηση των αρχών που διέπουν τη λειτουργία τους είναι σημαντική για όλους όσοι ασχολούνται με τη θάλασσα, ανεξαρτήτως της εμπειρίας τους, ιδιαιτέρως εάν αναλογιστούμε την αύξηση των μικρών σκαφών, όπως και του ενδιαφέροντος για το ψάρεμα.

Βασικά χαρακτηριστικά του βυθομέτρου

Χρησιμοποιεί ηχητικά κύματα (που δεν μπορούν να ακούσουν ο άνθρωπος και τα ψάρια) ώστε να καθορίσει την παρουσία και τη θέση αντικειμένων που βρίσκονται κάτω από τη επιφάνεια του νερού. Υπάρχουν δύο βασικοί τύποι βυθομέτρων, ο παθητικός και ο ενεργητικός. Τα παθητικά έχουν αναπτυχθεί για στρατιωτικούς σκοπούς για τον εντοπισμό πλοίων και υποβρυχίων από το θόρυβο π.χ. του κινητήρα και της προπέλας. Τέτοιου είδους SONAR δέχονται μόνο χωρίς να εκπέμπουν, έτσι ώστε δεν υπάρχει ο κίνδυνος της μετάδοσης της θέσης μιας τέτοιας συσκευής. Όλα τα βυθόμετρα και οι ανιχνευτές ψαριών που υπάρχουν σήμερα είναι ενεργητικοί τύποι. Μπορούν δηλαδή να εκπέμπουν και να δέχονται. Συνήθως αποτελούνται από δύο μέρη, την κεντρική μονάδα και τον αισθητήρα (μάτι / transducer). Η κεντρική μονάδα περιέχει έναν πομποδέκτη, όπως και την οθόνη και τα πλήκτρα λειτουργίας. Ο αισθητήρας βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του νερού και δέχεται ηλεκτρική ενέργεια από την κεντρική μονάδα, την οποία μετατρέπει σε μηχανική ενέργεια ή κίνηση και το αντίθετο. Η κεντρική μονάδα στέλνει στον αισθητήρα ένα ηλεκτρικό σήμα υψηλής τάσης (συνήθως 600 – 2.000 volt) πολύ μικρής χρονικής διάρκειας (περίπου 100 – 200 microseconds) το οποίο μετατρέπεται σε παλμό (κίνηση). Όταν αυτός ο παλμός μεταδίδεται μέσα στο νερό, δονεί τα μόρια του νερού και παράγει ηχητικά κύματα. Αυτή η διαδικασία έχει πολλές ομοιότητες με τον τρόπο που τα ηχεία παράγουν ηχητικά κύματα στον αέρα. Ένα ηλεκτρικό σήμα στέλνεται και το διάφραγμα του ηχείου δονείται ανάλογα με την ποικίλη τάση και συχνότητα του ενισχυτή (ένα ηχείο δεν θα μπορούσε να δουλέψει καλά κάτω από το νερό επειδή η πυκνότητα του νερού θα εμπόδιζε την κίνηση του διαφράγματος).


Καθώς τα ηχητικά κύματα ταξιδεύουν στο νερό, χτυπούν σε διάφορα αντικείμενα και έτσι αντανακλώνται πάλι προς την επιφάνεια και τον αισθητήρα. Ο αισθητήρας μετατροπής αυτή τη φορά λειτουργεί με τον αντίστροφο τρόπο και μετατρέπει το δεχόμενο ήχο σε ηλεκτρικό σήμα, που μεταβιβάζεται στην κεντρική μονάδα. Ο μικροεπεξεργαστής της κεντρικής μονάδας αναλαμβάνει τη μέτρηση της χρονικής διαφοράς μεταξύ της εκπομπής και λήψης του ηλεκτρικού σήματος. Επειδή η ταχύτητα του ήχου στο νερό είναι γνωστή και σταθερή, γύρω στα 1.477 μέτρα ανά δευτερόλεπτο,
ο μικροεπεξεργαστής μπορεί να υπολογίσει την απόσταση που διάνυσε το σήμα, πολλαπλασιάζοντας την ταχύτητα με το χρόνο και έτσι να υπάρχει αριθμητική ένδειξη του βάθους στην οθόνη.

Ο κύκλος εκπομπής και λήψης είναι πολύ ταχύς. Ένα ηχητικό σήμα μπορεί να ταξιδέψει από την επιφάνεια του νερού μέχρι ένα βάθος 70 μέτρων σε λιγότερο από 0,25 δευτερόλεπτα και έτσι υπάρχει συνεχής αριθμητική και γραφική ένδειξη. Οι εξελιγμένες τεχνικές για την επεξεργασία σημάτων (software) που χρησιμοποιούνται στους ανιχνευτές ψαριών, μπορούν να αναλύσουν περαιτέρω τα ανακλώμενα ηχητικά κύματα / ηλεκτρικά σήματα, ώστε να παρέχουν επιπρόσθετες πληροφορίες σχετικές με το βάθος
αιωρούμενων αντικειμένων, π.χ. ψαριών, το μέγεθός τους και την αναγνώριση της δομής του πυθμένα.

Αισθητήρες και συχνότητα

Οι αισθητήρες των βυθομέτρων επιτελούν ένα δύσκολο καθήκον. Αρχικώς πρέπει να συνδεθούν και να συνεργαστούν με τον πομποδέκτη της κεντρικής μονάδας, όσον αφορά στην ισχύ και τη συχνότητα λειτουργίας. Εκτός από την ικανότητά τους να μπορούν να δέχονται μεγάλη ισχύ (συνήθως 250 – 500 Watts R.M.S.) θα πρέπει να έχουν και τη δυνατότητα μετατροπής της όποιας μορφής ενέργειας με τις λιγότερες δυνατόν απώλειες, έτσι ώστε να μην υπάρχουν συμβιβασμοί σχετικοί με την ικανότητα βάθους, την περιοχή και τη γωνία κάλυψης, όπως και της ευαισθησίας.

Ο αισθητήρας αποτελείται από ένα πιεζοηλεκτρικό στοιχείο ή αλλιώς κρύσταλλο. Αυτό το στοιχείο είναι ένα μίγμα χημικών το οποίο
μορφοποιείται και ψήνεται, όπως συμβαίνει και στην παραγωγή κεραμικών. Μετά από αυτή τη διαδικασία σκλήρυνσης, θα πρέπει να επεξεργασθεί ώστε να μπορεί να άγει τον ηλεκτρισμό. Αυτό πραγματοποιείται μέσω μιας ειδικής αγώγιμης επίστρωσης, όπως και μέσω της τοποθέτησης ηλεκτροδίων σε κάθε άκρη του στοιχείου για τη σύνδεση με την κεντρική μονάδα μέσω καλωδίου. Το πάχος και ο τύπος του υλικού του πιεζοηλεκτρικού στοιχείου που υπάρχει στον αισθητήρα, καθορίζει τη συχνότητα λειτουργίας. Όσο μικρότερο είναι το πάχος του στοιχείου τόσο μεγαλύτερη είναι η συχνότητα λειτουργίας. Για παράδειγμα ένα στοιχείο 200 kΗz έχει πάχος περίπου 12 mm, ενώ ένα στοιχείο 455 kΗz έχει πάχος περίπου 6 mm.


Η επιλογή της συχνότητας λειτουργίας ενός βυθομέτρου καθορίζεται από το πώς επηρεάζει το νερό τα σήματα διαφόρων συχνοτήτων. Για παράδειγμα, το νερό απορροφά μεγαλύτερο ποσοστό των σημάτων όταν αυτά είναι
υψήσυχνα, από ό,τι όταν αυτά έχουν χαμηλότερη συχνότητα. Έτσι, παρόλο που οι υψηλές συχνότητες έχουν πολύ καλά χαρακτηριστικά όσον αφορά στη δυνατότητα ανάλυσης και λεπτομέρειας, ένα υψήσυχνο σήμα μπορεί να ταξιδέψει σε λιγότερη απόσταση σε σχέση με κάποιο χαμηλής συχνότητας. Από την άλλη, ένα σήμα χαμηλής συχνότητας μπορεί να ταξιδέψει σε μεγάλες αποστάσεις (βάθος), αλλά προσφέρει μικρότερες δυνατότητες ανάλυσης και
λεπτομέρειας. Έτσι, η σπουδαιότητα και ο καθορισμός της συχνότητας λειτουργίας εξαρτάται από τη χρήση του συστήματος και από την επιθυμητή ευαισθησία. Για βαθιά νερά (γλυκά ή αλμυρά) όπου η ένδειξη του βάθους είναι η σημαντική ένδειξη που ενδιαφέρει το χρήστη, χωρίς να υπάρχουν μεγάλες απαιτήσεις για ακριβή καθορισμό και διαχωρισμό των όποιων αντικειμένων, μια χαμηλή συχνότητα (50 kΗz) είναι ιδανική. Από την άλλη, όταν υπάρχουν απαιτήσεις για λεπτομερή καθορισμό και διαχωρισμό σε ρηχά νερά, μια υψηλή συχνότητα είναι προτιμότερη, είτε για αλμυρά είτε για γλυκά νερά. Επιπλέον μια υψηλή συχνότητα δεν επηρεάζεται από «θόρυβο» και άλλες ανεπιθύμητες επιστροφές.

Γωνία κώνου και περιοχή κάλυψης

Καθώς τα ηχητικά κύματα ταξιδεύουν μέσα στο νερό απλώνονται σε μορφή κώνου που καθορίζεται από το μέγεθος του πιεζοηλεκτρικού στοιχείου (ή από τη διάμετρό του, μιας και τα περισσότερα τέτοια στοιχεία έχουν κυκλικό σχήμα) και τη συχνότητα λειτουργίας του. Όσο μεγαλύτερη είναι η διάμετρος, τόσο πιο μικρή είναι η γωνία του κώνου. Ένα πιεζοηλεκτρικό στοιχείο με
διάμετρο 25 mm και συχνότητα 455 kΗz έχει περίπου την ίδια γωνία κώνου με ένα στοιχείο με διάμετρο 50 mm και συχνότητα 200 kΗz. Η γωνία του κώνου ενός αισθητήρα καλείται επίσης «μορφή διευθυνσιακής απόκρισης», δηλαδή η ισχύς του σήματος σε σχέση με τη γωνία των πολικών συντεταγμένων (σχήμα 1).


Η ισχύς του ηχητικού κύματος είναι μεγαλύτερη στον άξονα της μέγιστης
απόκρισης και μειώνεται εάν μετρηθεί περισσότερο αριστερά ή δεξιά από την
κεντρική γραμμή. Για να προσδιοριστεί η γωνία του κώνου από τις πολικές συντεταγμένες είναι ανάγκη να επιλεγεί ένα σημείο αναφοράς, π.χ. 3 db, 6 db ή 10 db παρακάτω από το μέγιστο άξονα ανταπόκρισης (σ? αυτή την περίπτωση τα db σημεία αναφοράς είναι απλώς μετρήσεις της μείωσης της στάθμης της ισχύος). Όταν η ισχύς πέσει στο επιθυμητό σημείο αναφοράς, μετριέται η γωνία που σχηματίζεται μεταξύ του σημείου αναφοράς που έχουμε επιλέξει και του κεντρικού άξονα και έτσι γίνεται εφικτή η μέτρηση του κώνου.

Οι κατασκευαστές επιλέγουν διαφορετικά σημεία αναφοράς για τις συσκευές τους. Στις συσκευές για την ανίχνευση ψαριών, για παράδειγμα, άλλοι χρησιμοποιούν 10 db και άλλοι 3 db. Ποιό είναι το σωστό όμως; Στην ουσία και οι δύο περιπτώσεις ισχύουν, με μία μόνο διαφορά. Στην περίπτωση επιλογής ενός σημείου αναφοράς 10 db, η διάμετρος του κώνου είναι μεγαλύτερη.

Οι μικρές ή οι μεγάλες γωνίες κώνων έχουν και πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Οι ευρείς κώνοι είναι προφανές πως εμφανίζουν μεγαλύτερη περιοχή σε ρηχά νερά, ενώ οι κώνοι με μικρές γωνίες καλύπτουν μικρότερη περιοχή αλλά σε βαθύτερα νερά. Το σχήμα 2 δείχνει γιατί οι ευρείς κώνοι (μεγάλες γωνίες) δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για λεπτομερή απεικόνιση της δομής του πυθμένα και των ψαριών που βρίσκονται κοντά σε αυτόν. Το σχήμα 2Α απεικονίζει ένα τμήμα του θαλάσσιου πυθμένα που ανιχνεύεται από μία πλατειά δέσμη. Το σχήμα 2Β δείχνει το απεικονιζόμενο αποτέλεσμα στην οθόνη της κεντρικής μονάδας.


Φαίνεται πως αυτού του είδους η δέσμη δεν απεικονίζει σωστά τις όποιες μικρές τρύπες και δεν δείχνει το πραγματικό τους βάθος. Ο κορμός παρουσιάζεται παραμορφωμένος και
τοξοειδής, ακριβώς όπως παρουσιάζονται τα ψάρια όταν απεικονίζονται σαν ακατέργαστα δεδομένα του βυθομέτρου. Τα σχήματα 2Γ και 2Δ παρουσιάζουν την ίδια περιοχή, αλλά με τη χρήση μιας στενότερης δέσμης. Η στενότερη αυτή δέσμη μπορεί να εισχωρήσει ευκολότερα στις τρύπες και έτσι παρουσιάζεται ένα πιο ακριβές προφίλ, αλλά και μικρότερη παραμόρφωση του κορμού. Κάποιοι κατασκευαστές χρησιμοποιούν πολλές στενές δέσμες τοποθετημένες δίπλα-δίπλα, ώστε να επιτυγχάνεται ταυτόχρονα μεγάλη κάλυψη αλλά και βάθος, Η ίδια τεχνική συνδυαζόμενη με κάποιο εξελιγμένο λογισμικό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την τρισδιάστατη απεικόνιση του πυθμένα.

Χαρακτηριστικά του βυθομέτρου

Παρατηρήσαμε πως τα ηχητικά κύματα απλώνονται με τη μορφή ενός απλού κώνου συγκεκριμένης γωνίας από τον αισθητήρα. Ενώ όμως διευρύνονται, το πάχος τους δεν αλλάζει. Ένας τόνος των 100 microseconds που δημιουργείται από τον πομπό του βυθομέτρου παράγει ένα ηχητικό «πακέτο» περίπου 150 mm σε πάχος. Ενώ αυτό το κύμα ταξιδεύει, το πάχος του παραμένει αναλλοίωτο στα 150 mm (σχήμα 3). Σαν παράδειγμα σκεφτείτε μια πέτρα όταν πέφτει στο νερό.


Τα κύματα που δημιουργούνται απλώνονται σε ένα σφαιρικό σχήμα, του οποίου το πάχος δεν αλλάζει. Με έναν παρόμοιο τρόπο λειτουργούν και τα ηχητικά κύματα. Ο λόγος που τα ηχητικά κύματα επιστρέφουν στην επιφάνεια όταν χτυπήσουν ένα αντικείμενο είναι πως τα αντικείμενα έχουν διαφορετική πυκνότητα, η οποία μπορεί να είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη από αυτή του νερού. Όσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά αυτής της πυκνότητας, τόσο ισχυρότερη είναι η ανάκλαση. Πολλά διαφορετικά αντικείμενα μπορεί να προκαλέσουν ανακλάσεις των ηχητικών κυμάτων και να επηρεάσουν την απόδοση του βυθομέτρου. Φυσαλίδες αέρα μπορούν να δώσουν ισχυρές ανακλάσεις και παρεμβολές στο ηχητικό κύμα. Στρώματα νερού τα οποία έχουν διαφορετικές θερμοκρασίες έχουν επίσης διαφορετική πυκνότητα και καλούνται θερμοκλινείς. Τα ηχητικά κύματα θα
ανακλαστούν από αυτά τα στρώματα, με την ανάκλαση να αυξάνει σε ισχύ όσο αυξάνεται η διαφορά της θερμοκρασίας τους. Οι θερμοκλινείς φαίνονται στην οθόνη σαν οριζόντιες λωρίδες αναταραχής, η πυκνότητα των οποίων ποικίλλει ανάλογα με τη διαφοροποίηση της θερμοκρασίας.

Τα ψάρια ανακλούν ισχυρά τα ηχητικά κύματα από τον σκελετό τους, τα λέπια τους, τη σάρκα τους και ανάλογα με τον τύπο του ψαριού, από το σάκο του αέρα. Περίπου ένα τέταρτο του ανακλώμενου ηχητικού κύματος προέρχεται από το σκελετό των ψαριών, ένα τέταρτο από τα λέπια και το υπόλοιπο 50% από το σάκο αέρα. Τα ψάρια τα οποία δεν διαθέτουν σάκο εντοπίζονται από τα ηχητικά κύματα, αλλά απεικονίζονται στην οθόνη σε μισό σχεδόν μέγεθος από τους τύπους των ψαριών που διαθέτουν. Αρκετοί χρήστες βυθομέτρων είναι εξοικειωμένοι με τα τόξα ψαριών που απεικονίζονται στην οθόνη, όταν εμφανίζονται ακατέργαστες πληροφορίες του βυθομέτρου (χωρίς να έχουν επεξεργαστεί από το λογισμικό). Αυτά τα τόξα δεν απεικονίζουν τη ράχη ενός ψαριού, αλλά είναι στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα πολλαπλών επιστροφών από τον ίδιο στόχο. Καθώς το σκάφος κινείται και ο κώνος για πρώτη φορά εντοπίζει το στόχο, η απόσταση που η κεντρική μονάδα υπολογίζει είναι η γωνιακή απόσταση (απόσταση Α, σχήμα 4).


Εφόσον το βυθόμετρο απεικονίζει αυτή την απόσταση κάθετα στην οθόνη του, θα παρουσιαστεί αρχικά σε μεγαλύτερο βάθος. Καθώς το σκάφος περνάει πάνω από το στόχο, η γωνιακή απόσταση μικραίνει μέχρι το σκάφος να βρεθεί ακριβώς πάνω απ? αυτόν (απόσταση Β, σχήμα 4), και το πραγματικό βάθος υπολογίζεται και απεικονίζεται. Καθώς το σκάφος απομακρύνεται από το στόχο, η γωνιακή απόσταση αυξάνεται ξανά και έτσι σχηματίζεται το άλλο μισό τμήμα του τόξου. Σε πραγματικές συνθήκες τόξα είναι δύσκολο να απεικονισθούν στην οθόνη. Ο στόχος θα πρέπει να είναι ακίνητος και το σκάφος θα πρέπει να περάσει ακριβώς από πάνω του. Συνήθως τα τόξα είναι μια λειτουργία που προέρχεται, όταν υπάρχει μια ευρεία δέσμη βυθομέτρου, υψηλή ευαισθησία και το σκάφος κινείται αργά.

Ο τύπος του νερού επίσης επηρεάζει τη λειτουργία του βυθομέτρου. Τα ηχητικά κύματα ταξιδεύουν πιο εύκολα στο γλυκό από ό,τι στο αλμυρό νερό, κυρίως επειδή τα αιωρούμενα σωματίδια στο αλμυρό νερό απορροφούν και ανακλούν τα περισσότερα από τα ηχητικά κύματα. Η δομή του πυθμένα επηρεάζει επίσης τις ανακλάσεις του βυθομέτρου. Ένας σκληρός, βραχώδης πυθμένας, για παράδειγμα, θα ανακλάσει τα ηχητικά κύματα πιο εύκολα από ό,τι ένας αμμώδης. Συχνά, εξαρτώμενο από το βάθος, υπάρχει μεγάλο περίσσευμα ενέργειας μετά την ανάκλαση σε ένα βραχώδη πυθμένα, ώστε το επιστρεφόμενο σήμα να μπορεί να ανακλαστεί από την επιφάνεια του νερού και να ταξιδέψει προς το βυθό για να ανακλαστεί για δεύτερη φορά. Αυτό είναι γνωστό σαν δευτερεύουσα επιστροφή και απεικονίζεται στην οθόνη του βυθομέτρου σαν ένα αντίγραφο του θαλάσσιου πυθμένα στο διπλάσιο βάθος. Βραχώδεις ή σκληροί πυθμένες απεικονίζονται στην οθόνη σαν λεπτές και σκούρες γραμμές, ενώ ένας αμμώδης ή μαλακός πυθμένας ο οποίος απορροφά μεγάλο ποσοστό του σήματος, θα εμφανίζεται παχύτερος και πιο ανοιχτόχρωμος.

Από τη θεωρία στην πράξη

Υπάρχουν διαφορετικοί τύποι αισθητήρων. Οι πιο συνηθισμένοι είναι αυτοί που τοποθετούνται είτε στον καθρέφτη του σκάφους (transom mount) είτε αυτοί που τοποθετούνται δια μέσου της γάστρας (thru hull). Οι αισθητήρες μετατροπής που τοποθετούνται δια μέσου της γάστρας του σκάφους, είναι κατασκευασμένοι είτε από πλαστικό είτε από μπρούτζο και εγκαθίστανται μέσω μιας τρύπας που πρέπει να ανοιχθεί στη γάστρα. Τις περισσότερες φορές η χρήση κάποιου υλικού που θα μπορεί να ευθυγραμμίσει τον αισθητήρα (λόγω της όποιας κλίσης της γάστρας), είναι απαραίτητη. Οι μπρούτζινοι αισθητήρες είναι πιο ακριβείς και χρησιμοποιούνται συνήθως σε ξύλινα σκάφη, όπου η συστολή και διαστολή μπορεί να επηρεάσει τη συσκευή. Παρόλο που η τοποθέτηση ενός αισθητήρα είναι δυσκολότερη από αυτή στον καθρέπτη του σκάφους, έχει καλύτερα αποτελέσματα εφόσον δεν
επηρεάζεται από τη δίνη που παράγεται από την προπέλα. Οι πιο κοινοί αισθητήρες είναι πλαστικοί και εγκαθίστανται στον καθρέφτη του σκάφους. Σε γενικές γραμμές αυτό το αισθητήριο δίνει τέλειες πληροφορίες για το βάθος και λειτουργεί σε μεγάλες ταχύτητες. Χρειάζεται όμως προσοχή στην εγκατάσταση (σωστή γωνία τοποθέτησης) και πρέπει να είναι μακριά από προπέλες μια και οι φυσαλίδες που δημιουργούνται επηρεάζουν τη λειτουργία τους. Κάποιοι αισθητήρες μπορούν να τοποθετηθούν μέσα από τη γάστρα του σκάφους, σε σκάφη που είναι κατασκευασμένα από πλαστικό, μια και αυτό το υλικό έχει παρόμοια χαρακτηριστικά και ιδιότητες με αυτές του νερού.

Παρόλα αυτά, το σήμα δεν μπορεί να περάσει μέσα από παγιδευμένες φυσαλίδες αέρα που τυχόν έχουν παραμείνει στη γάστρα κατά την ελασματοποίηση, στην κατασκευή του hull. Γι? αυτό το λόγο σε γάστρες που αποτελούνται από διπλή στρώση και σάντουιτς, ίσως αυτού του τύπου η τοποθέτηση να μην αποδίδει σωστά. Η εγκατάσταση μέσα από τη γάστρα έχει βέβαια το πλεονέκτημα πως η λειτουργία του βυθομέτρου δεν επηρεάζεται από τον κινητήρα. Από την άλλη είναι προφανές ότι υπάρχει κάποια απώλεια σήματος, που στην πράξη όμως είναι αμελητέα.

Η επιλογή

Οι υποψήφιοι αγοραστές κάποιας συσκευής βυθομέτρου έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν από μία ευρεία γκάμα μοντέλων και κατασκευαστών. Η επιλογή όμως του κατάλληλου τύπου για κάθε χρήστη πρέπει να προέλθει από την απάντηση των ακόλουθων ερωτήσεων.

Τι είδους ψάρεμα κάνω;

Εάν η απάντηση είναι ότι ψαρεύετε σε ρηχά νερά (μέχρι 300 μέτρα), ένα βυθόμετρο μονής δέσμης και υψηλής συχνότητας (200 – 455 kΗz), θα σας προσφέρει καλή ανάλυση με χαμηλό κόστος. Εάν η απάντηση είναι ότι ψαρεύετε σε βαθιά νερά, ένα βυθόμετρο με χαμηλή συχνότητα είναι η καλύτερη λύση, αν και θα έχει μικρότερη ανάλυση.

Χρειάζομαι ένα βυθόμετρο με δυνατότητα μεγάλου βάθους αλλά και υψηλή ανάλυση;
Εάν η απάντηση είναι ναι, θα πρέπει να αναζητήσετε αισθητήρες που να λειτουργούν με πολλαπλές δέσμες και συχνότητες. Ο συνδυασμός που αναζητάτε θα πρέπει να περιλαμβάνει χαμηλή και υψηλή συχνότητα, αλλά και ευρεία και στενή δέσμη.

Τι τύπος εγκατάστασης ταιριάζει με το σκάφος μου;

Πρέπει να το σκεφτείτε πολύ σοβαρά. Θέλετε να ανοίξετε τρύπες στο σκάφος σας; Θέλετε να τοποθετήσετε μόνοι σας το βυθόμετρο; Οι αισθητήρες που τοποθετούνται στον καθρέπτη του σκάφους είναι πιο εύκολοι στην
τοποθέτηση, αλλά δεν ενδείκνυνται για σκάφη με εσωλέμβιες.

Η οθόνη της κεντρικής μονάδας θέλετε να είναι έγχρωμη ή ασπρόμαυρη;

Οι έγχρωμες μονάδες είναι πολύ ακριβές και ίσως είναι λιγότερο ευκρινείς όταν τις χτυπά το φως του ήλιου. Οι ασπρόμαυρες από την άλλη είναι φτηνότερες και πιο ευκρινείς στην ηλιοφάνεια.

Τι και πώς θέλω να βλέπω;

Σαν γενικό κανόνα θα πρέπει να αναζητήσετε όσο μεγαλύτερη οθόνη μπορείτε. Αυτό σημαίνει καλύτερες ενδείξεις λόγω καλύτερης ανάλυσης της οθόνης, αλλά και πιο ευκολοδιάβαστες από μακριά.

Πόσο αδιάβροχη και ποιοτικά κατασκευασμένη είναι η κεντρική μονάδα;

Εφόσον οι περισσότερες κεντρικές μονάδες εγκαθίστανται σε ανοιχτό χώρο θα πρέπει να είναι έτσι κατασκευασμένες, ώστε να μπορούν να αντέχουν τις όποιες συνθήκες.

Είναι εύκολο στη χρήση;

Αναζητήστε το βυθόμετρο με τα λιγότερα πλήκτρα και το λιγότερο περίπλοκο μενού. Κοιτάξτε επίσης πόσο εύκολη είναι η τοποθέτηση και αφαίρεση της κεντρικής μονάδας για λόγους ασφαλείας.

Θα έχω τεχνική υποστήριξη;

Τα περισσότερα βυθόμετρα είναι αξιόπιστα. Αναζητήστε όμως τους αντιπροσώπους των κατασκευαστών (π.χ στο σχετικό web site των κατασκευαστών). Αναρωτηθείτε για τις όποιες πολύ χαμηλές τιμές και αναζητήστε το σήμα CΕ που αποδεικνύει την απαραίτητη πιστοποίηση του προϊόντος για την ευρωπαϊκή αγορά. Τέλος, ρωτήστε για την υποστήριξη και την εγγύηση του προϊόντος.