Ψαρεύοντας με downrigger

Τα μυστικά του  Τάσου Ζένιου

Η μέθοδος ψαρέματος με downrigger γίνεται όλο και πιο αγαπητή από τους φίλους τις συρτής τα τελευταία χρόνια. Η μέθοδος αυτή βασικά μας επιτρέπει να βυθίζουμε το δόλωμα μας σε ένα επιθυμητό βάθος, ενώ κατά προτίμηση οι περισσότεροι ψαράδες προτιμούν να την χρησιμοποιούν για ψάρεμα κοντά στον βυθό.

Το   downrigger είναι στην ουσία ένας μηχανισμός (πιο παλιά ήταν χειροκίνητος, τώρα κατά το πλείστον είναι ηλεκτρονικός) ο οποίος είναι εφοδιασμένος με συρματόσχοινο και στο τέλος του ένα βαρίδι (μπίλια) 5-6 κιλά και στον οποίο συνδέουμε την μισινέζα με το ψεύτικο ή ζωντανό μας δόλωμα. Με αυτόν τον τρόπο το δόλωμα μας αποκτά μια σωστή πλευστότητα κοντά στον βυθό και μόλις το  ψάρι τσιμπήσει τότε απελευθερώνεται η μισίνα από το downrigger και μπορούμε να παλέψουμε το ψάρι με το καλάμι μας.

Με την μέθοδο αυτή οι φίλοι της συρτής μπορούν να ψαρέψουν Συναγρίδες, Ροφούς, Στείρες, Μινέρια, Φαγκριά ακόμη και τόνους σε μεσόνερα. Για την μέθοδο αυτή λοιπόν βρεθήκαμε και μιλήσαμε με τον φίλο Τάσο Ζένιο χρόνια ψαρά και πραγματικά μάστορα και καινοτόμο στην μέθοδο του Downrigger.

O Τάσος ψάρευε για χρόνια με την μέθοδο της παραδοσιακής συρτής ώσπου μία μέρα το μεράκι του για το ψάρεμα τον έκανε να αγοράσει το πρώτο του χειροκίνητο downrigger το 1991. Παρά το γεγονός ότι αφιέρωνε αρκετές ώρες για να μάθει να χρησιμοποιεί σωστά το νέο αυτό εργαλείο εντούτοις οι επιτυχίες του δεν ήταν ικανοποιητικές. Έτσι πολύ σύντομα παράτησε την νέα αυτή μέθοδο και ξαναγύρισε στην παραδοσιακή συρτή. Πιο οικονομική και πιο απλή.  Ωστόσο ο θαλασσινός του τρόπος σκέψεις τον προβλημάτιζε και το μυαλό του επεξεργαζόταν διάφορες σενάρια που θα τον βοηθούσαν να κάνει πιο λειτουργική και πιο πετυχημένη την μέθοδο του downrigger.

Κάνοντας διάφορες μετρήσεις με την βοήθεια ενός βυθόμετρου καταδύσεων προσαρμοσμένο στο downrigger και με τις ενδείξεις του βυθομέτρου της βάρκας του ο Τάσος διαπίστωσε ότι λόγω της ταχύτητας που είχε το σκάφος η μπίλια του downrigger αποκτούσε μια άνωση και ενώ νόμιζε ότι το δόλωμα του βρισκόταν 1-2 μέτρα κοντά στον βυθό εντούτοις το δόλωμα ήταν 4-5 μέτρα πιο πάνω. Έτσι λοιπόν μετά από αυτή την διαπίστωση αποφάσισε να δοκιμάσει άλλες μπίλιες που κυκλοφορούσαν στην αγορά. Έκανε νέες δοκιμές με διαφόρων τύπων μπίλιες αλλά συνεχώς διαπίστωνε νέα προβλήματα. Ορισμένες από αυτές έχαναν το βάθος τους όταν το σκάφος έκανε στροφή, άλλες παρουσίαζαν το ίδιο πρόβλημα με την πρώτη μπίλια που είχε. Τότε πήρε την απόφαση να δημιουργήσει μια νέα δική του μπίλια που δεν θα του προκαλούσε αυτά τα προβλήματα. Για μήνες στο εργαστήριο του (ιδιοκτήτης μηχανουργείου) σχεδίαζε και έφτιαχνε νέα καλούπια που κατά την γνώμη του θα ήσαν πιο πετυχημένα. Το 2001 τελειοποίησε την πρώτη του μπίλια. Μετά από πολλές δοκιμές η μπίλια αυτή δεν παρουσίαζε κανένα από τα προηγούμενα προβλήματα. Για ένα περίπου χρόνο ψάρευε με το νέο αυτό σύστημα και παρά το γεγονός ότι τους πρώτους μήνες δεν έπιασε λέπι εντούτοις δεν τα παράτησε γιατί ήξερε ότι ήταν απλός θέμα χρόνου για να πιάσει το πρώτο του ψάρι.

Έτσι και έγινε ένα σαρανταδυάκιλο μινέρι ήταν η πρώτη του επιτυχία, μετά από αυτό οι επιτυχίες του στο ψάρεμα διαδέχονταν η μία την άλλη, τεράστιοι ορφοί, συναγρίδες, μινέρια, φαγκριά και στείρες μαγνητίζονταν από τα δολώματα που τους κατέβαζε  στον βυθό και πολύ γρήγορα ήσαν πιασμένα στα αγκίστρια του.

Πολύ γρήγορα οι επιτυχίες του Τάσου μαθεύτηκαν και πολλοί φίλοι της συρτής πήγαιναν κοντά του για να τους φτιάξει από τις νέες καινοτομικές μπίλιες ακόμη και αρκετοί επαγγελματίες εφοδιάστηκαν με τις νέες μπίλιες.

Πέραν του ότι οι νέες μπίλιες διατηρούσαν το απαιτούμενο τους βάθος ήσαν και εμφανές από το μάτι του βυθομέτρου του σκάφους έτσι ο ψαράς διατηρούσε ελεγχόμενο βάθος όλη την ώρα.

Παρά την επιτυχία του, το μυαλό του Τάσου δεν επαναπαύτηκε εντούτοις ξεκίνησε για την δημιουργία μιας νέας μπίλιας ακόμη πιο καινοτομικής η οποία θα έχει και νέα πλεονεκτήματα.  Αλλά αυτά θα τα δούμε σε μεταγενέστερα τεύχη.