Πιάσε κι εσύ κάτι θαλασσινό. Μπορείς!

Πιάσε κι εσύ κάτι θαλασσινό. Μπορείς!

Από τις θαλασσινές ιστορίες που συμβαίνουν τα Σαββατοκύριακα

Του Χάρη Εφτανησιώτη


Είχα καιρό να δω το φίλο μου το Θρασύβουλο, φανατικό λάτρη της «καθετής», με το μικρό του ταχύπλοο. Τώρα, συνάντησα κάποιον άλλον άνθρωπο! Είχε αδυνατίσει! Είχε βάψει τα μαλλιά του! Είχε κάνει το όνομα του «Θράσος»! Είχε αγοράσει μότορ-γιωτ και ψάρευε χταπόδια! Και όλα αυτά, γιατί είχε χωρίσει τη Λόλα και είχε παντρευτεί μια νεαρή κοπέλα!

Μας κάλεσε, σε μονοήμερη ψαροεκδρομή, για κάπου στο Σαρωνικό. Την Κυριακή μας περίμενε, με τη γυναίκα του στο σκάφος. Φορούσαν και οι δύο καταδυτικές στολές! Τι γίνεται εδώ, ρώτησα. Έχουμε νέα απόβαση στη Νορμανδία; Πάνω στο κατάστρωμα ήταν αραδιασμένα κάθε λογής σύνεργα. Ψαροντούφεκα, τρίαινες, βέργες, μάσκες, σνόρκελ. Ζώνες και βαρίδια, τσαμαδουράκια, σημαιούλες, πέδιλα, γάντια, πυξίδες, μαχαίρια, θήκες, εργονομικοί φακοί. Και ακόμα, ρολόγια, αδιάβροχα και άλλα όργανα, που δεν τάχα ξαναδεί! Στο σαλονάκι, τρεις κοπελιές όρθιες, με τους καφέδες στο χέρι. Κάθε μία παίνευε τον δικό της για τα πρόσφατα ψαρευτικά του κατορθώματα. Τα αγόρια τους, ρουφούσαν το φραπεδάκι τους και παρακολουθούσαν, αμέτοχοι, το πάθος των κοριτσιών τους!

Εμείς, μικροί και ασήμαντοι, είχαμε φορέσει «βλακώδες χαμόγελο».
Προσμέναμε την πολυπόθητη αναχώρηση, μέχρι που ήρθε ο φίλος μου ο Νικολάκης με τη συμβία του και η κατάσταση άλλαξε. Το σκάφος ξεκίνησε για τον προορισμό του και ο θόρυβος της μηχανής σταμάτησε τις διηγήσεις!
Φουντάραμε, από σταβέτο, στο προκαθορισμένο ερημονήσι ή για την ακρίβεια βραχονησίδα. Ξεκίνησε οργασμός φυγής!
Το φουσκωτό με το ναύτη έβγαζε, κοντά στην ακτή, τα ζευγάρια με τα σύνεργά τους. Ο Θράσος, άφαντος, από τους πρώτους!
Τσαμαδουράκια, σημαιούλες, σνόρκελ, πέδιλα που χτυπούσαν το νερό, μαρτυρούσαν πως το «μεγάλο ψάρεμα» είχε αρχίσει!
Απομείναμε στο σκάφος τα δύο ζευγάρια, ο ναύτης και η Φιλιππινέζα.

Χρειαζόμασταν κάποια ενημέρωση. Τι έχει για φαγητό, το μεσημέρι; Ρώτησε ο Νικολάκης. Ψάρια πιάσουνε, απάντησε η Φιλιππινέζα. Και αν δεν πιάσουνε τι τρώμε; Τιμωρία!
Κρασάκι, τσάι και φρυγανιές, γυρίζουμε σπίτι μας! Η απάντηση.
Για το απέναντι νησί θέλαμε 10 λεπτά, με το φουσκωτό. Είχαμε χρόνο για μπάνιο και φαγητό μέχρι την προκαθορισμένη ώρα που θα γύριζαν οι «κυνηγοί». Τι ψάρια να πιάσουν, είπαν οι γυναίκες μας. Ούτε μια μπουκάλα, δεν είδαμε στο κατάστρωμα. Γατόψαρα, θα χτυπήσουν. Τότε μίλησε ο Νικολάκης. Εγώ λέω νΆ ακολουθήσουμε το σλόγκαν: Πιάσε και εσύ κάτι θαλασσινό, μπορείς!»

Συμφωνήσαμε όλοι, να τους βάλουμε τα γυαλιά. Για σύνεργα, βρήκαμε στο καμπούνι, ένα αθερινόδιχτο. Δανειστήκαμε από την κουζίνα μαχαίρια, κουτάλια και μία ξύλινη λαβίδα. Φορέσαμε μαγιό, καπελάκια, μια γερή δόση αντηλιακό και ο ναύτης μας έβγαλε στα βραχάκια. Διαλέξαμε, σΆ ένα σκιερό βαθούλωμα και αποκλείσαμε, ανάμεσα στα βραχάκια, μια περιοχή. Βολάξαμε, χτυπώντας το νερό, με πέδιλα. Η ψαριά πέτυχε. Μαζέψαμε κάπου δυόμισι κιλά, αθερίνα! Κουλουριάσαμε το διχτάκι σΆ ένα πλαστικό μπανάκι και το σκεπάσαμε, καλά, με πετσέτα για να μη μαζευτούνε μέλισσες. Οι τρεις, συνεχίσαμε να μαζεύουμε αχινούς και πεταλίδες σε κουβαδάκια, και ο Νίκος βούτηξε να βρει καμιά «τραγάνα» για φούσκες.

Γυρίσαμε νωρίς στο σκάφος. Τινάξαμε τα ψαράκια από το αθερινόδιχτο. Οι γυναίκες μας με τη Φιλιππινέζα και το ναύτη στην κουζίνα και εγώ με το Νίκο ετοιμάσαμε, στη σκεπαστή πρύμη, τραπέζι για δώδεκα. Ο νεαρόκοσμος, με τον Θράσο, επέστρεψε στην ώρα του! Τα underwater, αδιάβροχα ρολόγια τους ήταν συντονισμένα στο δευτερόλεπτο! Επιστροφή, θορυβώδης! Τα κορίτσια είχανε υλικό να ιστορήσουνε. Δυστυχώς, τα διχτάκια κρέμονταν άδεια, στους ψαροντουφεκάδες και δύο ψαράκια, καρφωμένα σε μία τρίαινα, ήταν το φλάμπουρο της ντροπής!

Οι κακίες μου, είχανε φουντώσει! Παιδιά, έχουμε κατσαρόλα με ζεματιστό νερό για τα βραστόψαρα και το τηγάνι έτοιμο για τα υπόλοιπα ψάρια. Τι μας φέρατε; Ο Θράσος, ανέλαβε να δικαιολογήσει τη συντροφιά του. Μίλησε για νεκρή περιοχή. Για αδειανά θαλάμια. Για στραβωμένη βέργα, για λαβωμένο ψάρι που το έσκασε. Δεν πειράζει παιδιά. Εμείς σταθήκαμε πιο τυχεροί και θα σας κάνουμε το τραπέζι!

Βγάλανε τις στολές τους, ξεπλυθήκανε και πήρανε θέσεις με πολλή όρεξη και περισσότερη περιέργεια. Πρώτο ορεκτικό, τους είπα, αχινοσαλάτα. Τους είδαμε και εμείς είπε μια κοπέλα. Δεν ξέρουμε ποιοι τρώγονται και πόσα είδη υπάρχουν. Δύο είδη. Μαύροι και καφετιοί. Αν δυσκολεύεσαι στο χρώμα, κοιτάζεις από κάτω το στρογγυλό στόμα τους. Πετάς τους μαύρους, είναι οι «καλόγεροι». Την άλλη φορά, είπε ένας ψαροντουφεκάς, μάζεψα καφετιούς και ήταν όλοι άδειοι! Μόνο η Αλεξάνδρα, ξέρει και μαζεύει τους γεμάτους.
Η Αλεξάνδρα, συμπλήρωσα, δεν είναι μάντης. Γνωρίζει το μυστικό. Ο αχινός ακολουθεί πιστά το φεγγάρι. Όταν γεμίζει, γεμίζει και ο αχινός. Όταν χάνει το φεγγάρι, χάνει και ο αχινός. Είναι αδύνατο να βρεις γεμάτο αχινό, στη χάση του φεγγαριού! Είδα, συνέχισε, ο ψαροντουφεκάς, αχινούς, που είχανε πετραδάκια, στΆ αγκάθια τους. Τι είναι αυτοί; Είναι οι καφετιοί. Ο αχινός χώνεται στη μαλακή πέτρα. ?λλοτε μαζεύει δύο τρία πετραδάκια ανάμεσα στΆ αγκάθια του για να βαρύνει, να μην τον παρασέρνει το ρεύμα μέσα στο νερό. Μέσα στο κέλυφος βρίσκεις σποράκια, τον υδροφόρο οχετό, το λύχνο του Αριστοτέλη και νερό! Το νερό πίνεται, είναι δικό του. Πως τους πιάνετε και δεν σας χώνονται στα χέρια, τα αγκάθια τους; Είναι ενοχλητικά και πονάνε. Μου τα βγάλανε από το πόδι μου ένα ένα με καρφίτσα, είπε η κοπέλα.
ΚατΆ αρχήν τους βγάζουμε με τη ξύλινη λαβίδα ή με τα δύο κουτάλια. Και ακόμα με απαλό σήκωμα, με το χέρι, όταν βγαίνει, χωρίς στρίψιμο. Για να βγάλουμε τα αγκάθια χρησιμοποιούμε λάδι, όσο πιο ζεστό μπορείς να το δεχτείς!

Οι δύο πιατέλες με τους αχινούς, εξαφανίστηκαν! Ακολούθησαν οι «φούσκες», ψαρεμένες όλες από το Νίκο! Τις πέτυχε σε τραγάνα. Βούτηξε και τις έκοψε με μαχαίρι. Μόλις βγήκε από το νερό, τις έκοψε στη μέση και έφαγε μερικές!
Τι είναι αυτό; Ορισμένοι τις βλέπανε για πρώτη φορά και δεν είχανε δοκιμάσει.
Είναι φούσκες όπως βλέπετε, μακρουλές ή στρογγυλωπές σαν αυγό, με χρώμα σκούρο καφετί. Η σάρκα τους είναι κόκκινη και κίτρινη σαν γάζα. Η γεύση της ξυνόπικρη και μεταλλική. Έχουν δυνατή μυρωδιά από ιώδιο. Τρώγονται ωμές, είπε ο Νίκος. Εκτός από δύο, οι υπόλοιποι τις καταβροχθίσανε! Πάνω στην ώρα, ήρθαν δύο πιατέλες με ξεροτηγανισμένη αθερίνα. Χαμός! Και τα δυόμισι κιλά εξαφανίστηκαν!

Το κολύμπι και η θάλασσα είχαν ανοίξει την όρεξη. Το ούζο με τα παγάκια είχε κάνει κεφάλια και κάτι ακόμα ζητούσαν τα στομάχια. Και τότε ρίξαμε τη χαριστική μας βολή. Δεν τελειώσαμε τους είπα! Έρχεται το κυρίως πιάτο! Μια νοστιμιά με καθαρισμένο γαστερόποδο. Βρίσκεται πάντοτε σε καθαρά νερά, μακριά από τα λιμάνια, σε απόμερα βραχάκια. Οι Εγγλέζοι τις λένε limpet. Βρίσκονται, λίγο έξω από το νερό. Χρειάζεσαι μαχαίρι, που πρέπει να χωθεί από κάτω, για να μην τις σπάσεις. Είναι οι γνωστές σας πεταλίδες! Πολλοί τις τρώνε ωμές. Με μια αδειανή, βγάζουν το περιεχόμενο της άλλης. Οι πεταλίδες έχουν αναρριχητικές ιδιότητες! Πάνω στο βράχο ξεπερνάνε το νερό, σΆ ένα σημείο που μπορούν να βρέχονται από το κυματάκι. Αυτό τους φτάνει. Σηκώνονται αδιόρατα και κρατάνε από τη θάλασσα ότι θέλουν! Ανεβαίνει η θάλασσα, ανεβαίνουν και αυτές. Όταν τα νερά τραβηχτούν και δεν είναι υγρές, τότε δεν κατεβαίνουν! Απλώς ξεκολλάνε μόνες τους και κατρακυλάνε μέχρι κάτω, στο νερό, για να ξεκινήσουν την ανάβασή τους σιγά – σιγά. Χρειάστηκε ο ναύτης να πεταχτεί μέχρι το νησί απέναντι για να φέρει μερικά, που μας λείπανε στο μαγείρεμα. Το μαγειρεμένο πεταλιδοπίλαφο σερβιρίστηκε σε φόρμα. Όλοι που φάγανε, όσοι προλάβανε και δεύτερη φορά, είπαν «πως τύφλα νάχει το ρύζι με τα μύδια» τέτοια νοστιμιά δεν είχαν δοκιμάσει ποτέ τους!

Οι γυναίκες μας αναγκάστηκαν να τους δώσουν τη συνταγή. Χρησιμοποιήσανε καθαρό θαλασσινό νερό και έτσι δεν χρειάστηκαν αλάτι. Τις καθαρίσανε από το κέλυφος και τις βράσανε με λάδι, άσπρο κρασί, ντομάτες και ρύζι. Από πάνω ρίξανε πιπεράκι και ξιλοκομμένο βασιλικό που κόψανε από τη γλάστρα μέσα στο σκάφος. Και οι 4 είσαστε υπέροχοι, είπε ο Θράσος και συμφώνησαν όλοι! Όχι μόνο υπέροχοι, αλλά απαραίτητοι σε κάθε ψαροεκδρομή μας, συμπλήρωσε η γυναίκα του, που φαίνεται πως είχε κουραστεί να την περνάει τις Κυριακές το μεσημέρι με τσάι και φρυγανιές.
Και εδώ είναι αλήθεια πως πήρανε θέση τα κορίτσια και ακόμα τα αγόρια, που είχανε ευχαριστηθεί θαλασσονοστιμιές. Εγώ δεν είπα τίποτα. Μίλησε ο Νίκος.
Παιδιά, είπε εμείς σας δείξαμε μία εναλλακτική λύση, όταν τυχαίνει η ψαριά να είναι φτωχή. Αν εσείς νοιώθετε υποχρεωμένοι απέναντί μας και θέλετε να μας ανταποδώσετε το τραπέζι, μόλις πετύχετε την καλή ψαριά, τηλεφωνήστε και ερχόμαστε με ελικόπτερο!

Επειδή, έπεσε λίγη κατήφεια, ήταν η ώρα που φέραμε στο τραπέζι τα γλυκά!
Ένα ταψάκι γαλακτομπούρεκο και ένα κιλό φλωρεντίνες έγιναν ανάρπαστα!
Στο δρόμο του γυρισμού, είπα στο Νίκο: Ήταν ανάγκη να πεις για ελικόπτερο;
Να μου τρυπήσεις τη μύτη, αν πάρεις ποτέ τηλεφώνημα, μου απάντησε.
Πραγματικά ούτε τηλέφωνο ούτε τίποτε. Χάθηκε και ο Θράσος. Απορούσαμε.

Το μυστήριο λύθηκε σε μια παραλία που συναντήσαμε ένα κοινό μας φίλο. Μας μίλησε με ενθουσιασμό για το Θράσο, από μία ψαροεκδρομή με το σκάφος του! Με ψαροντουφεκάδες; Τον ρωτήσαμε. Όχι Σαββατοκύριακο, με δύο ζευγάρια και το πλήρωμά του. Ήταν φοβερός. Πήγαμε σε μια βραχονησίδα. Τον βοηθήσαμε να ψαρέψει με δίχτυ αθερινό. Μας έμαθε να ξεχωρίζουμε τους αυγωμένους αχινούς. Βούτηξε και μάζεψε φούσκες και εμείς πεταλίδες. Η Φιλιππινέζα του μαγείρεψε «κινέζικο πεταλιδοπίλαφο»!
Κινέζικο; Με λάδι ντομάτες άσπρο κρασί και ψιλοκομμένο βασιλικό;
Ακριβώς! Απάντησε. ?ρα σας έχει καλέσει. Μας είπε πως καλεί φίλους κάθε Σαββατοκύριακο. Όχι είπε θυμωμένα ο Νίκος. Ο Θράσος είναι θρασύς! Δεν συνέχισε, γιατί είδε το βλέμμα μου. Θρασύς, γιατί δεν μας κάλεσε ακόμα!
Τα μπάλωσε.

Πραγματικά. Ο Θράσος ήταν θρασύς, γιατί σε λίγο καιρό μας κάλεσε! Από ανάγκη, γιατί ήθελε να γνωρίσει ένα φίλο μας, εφοπλιστή. Θα έρθουμε Θρασύβουλε, αλλά πρόσεξε, μη τολμήσεις να του πεις πως το πιλάφι είναι κινέζικο! Ο Θράσος κράτησε το λόγο του και το πρόγραμμα. Με μια διαφορά. Όταν μας κάλεσε για να πιάσουμε τα θαλασσινά, τον αφήσαμε μοναχό του με το ναύτη, τη Φιλιππινέζα και τη γυναίκα του (μας το χρώσταγε). Εμείς καθίσαμε για μπιρίμπα και του αναλώσαμε το ούζο και μια πιατελίτσα με βραστό χταποδάκι, που είπε πως τoΆχε πιάσει ο ίδιος. Στο γεύμα ο Θράσος κράτησε το λόγο του. Δεν τόλμησε να μιλήσει για κινέζικο πιλάφι. Έκανε όμως το ολέθριο λάθος να πει πως ήταν φιλιππινέζικη συνταγή από το Μπατάνγκας. Αμφιβάλλω, του είπε ο φίλος μας, ο εφοπλιστής. Το πεταλιδοπίλαφο το τρώω κάθε χρόνο με τους φίλους μου από εδώ. Για πρώτη φορά το γευτήκαμε όλοι μαζί, σε μια μίνι κρουαζιέρα, που το μαγείρεψε η πλοιοκτήτρια, βέρα Ελληνίδα, και αυτό πριν από είκοσι χρόνια! Τότε η Φιλιππινέζα σας θα ήτανε μόλις πέντε χρονών… (Εμείς πάντως τον είχαμε προειδοποιήσει).

Ο Θράσος χάθηκε! Ούτε τηλεφώνησε! Ούτε στο δρόμο τον είδαμε, ούτε στη βραχονησίδα ξαναπάτησε! Ποιος ξέρει; Μπορεί να ξαναγύρισε στην «καθετή» και το ταχύπλοο. Μπορεί να πάχυνε ή να χώρισε! Όταν θα το συναντήσουμε, θα σας το πούμε!