Πάμε… σαλόνι;

Ο επισκέπτης ενός ναυτικού σαλονιού έχει να αντιμετωπίσει, στη χειρότερη περίπτωση, την έλλειψη θέσης για παρκάρισμα. Όποιος, όμως έχει διατελέσει εκθέτης, τότε πραγματικά έχει δώσει τις εξετάσεις του για ιερομάρτυρας. Το τι έχουν δει τα μάτια τον, τι έχουν ακούσει τΆ αυτιά του και τι απώλειες έχει υποστεί το τριχωτόν της κεφαλής του, είναι πράγματα που δύσκολα περιγράφονται.

Μετά από πολυετή μελέτη και παρατήρηση, είμαστε σε θέση να ξεχωρίσουμε τις κατηγορίες των επισκεπτών του ναυτικού σαλονιού, αλλά και να διατυπώσουμε με σαφήνεια τις τάσεις, οι οποίες αναπτύσσονται κατά τη
διάρκειά του. Το ρεπορτάζ του ναυτικού σαλονιού είναι κάτι απόλυτα συνηθισμένο. Κατά γενική ομολογία, όμως, τα «ντεσού» τέτοιων εκδηλώσεων έχουν το γούστο. Τι σημαίνει αυτό; Ότι, εκτός της προφανούς εικόνας που αποκομίζουν οι επισκέπτες, υπάρχει και μια άλλη, η οποία συνήθως αποκαλύπτεται μόνο στους εκθέτες. Με το μάτι του εκθέτη, λοιπόν, τα πράγματα παίρνουν άλλες διαστάσεις. Μετά από πολυετή μελέτη και παρατήρηση προκύπτουν πολύτιμα συμπεράσματα, τα οποία αποτελούν κοινό αστείο μεταξύ των «περιπτεροκρατούντων». Μετά απΆ αυτές τις
αποκαλύψεις, όμως και οι επισκέπτες, αν παρατηρήσουν λίγο καλύτερα, θα μπορέσουν να διακρίνουν τους διάφορους τύπους και καταστάσεις, έτσι ώστε το επόμενο ναυτικό σαλόνι νΆ αποκτήσει και μία άλλη διάσταση. Και να τι
ακριβώς εννοούμε:


Που να φτάσουν μερικές σακούλες για να «μετακομίσεις» ολόκληρη έκθεση! Ένα σακίδιο είναι πάντα χρήσιμο.

Το σύνδρομο της σακούλας

Πώς εκδηλώνεται: Στο ναυτικό σαλόνι, όπως άλλωστε και σε όλες τις εκθέσεις, παρουσιάζεται το φαινόμενο των περιπατητών, κρατούντων μία, δύο ή και περισσότερες σακούλες, από εκείνες που μοιράζουν οι αντιπροσωπείες, συλλέγοντας χωρίς καμιά επιλογή ή διάκριση «ένα απΆ όλα». Με αυτόν τον όρο περιγράφεται ο,τιδήποτε, χαρτί ή άλλο αντικείμενο, βρίσκεται σε κάθε πάγκο.
Ποιές ηλικίες αφορά: Αυτό γίνεται αδιακρίτως ηλικίας αλλά και φύλου. Το στυλ και η νοοτροπία της περίεργης αυτής συγκομιδής είναι ίδια, είτε πρόκειται για μικρό παιδί (αυτά έχουν το ακαταλόγιστο), είτε για αξιοπρεπή, κατά τΆ άλλα μεσήλικα κύριο, ακόμα και για την εμφανώς άσχετη με το θέμα… ευτραφή κυρία.

Χαρακτηριστική ερώτηση: Αυτό τζάμπα είναι; Ακόμα και η υποψία καταφατικής απάντησης αρκεί για να εξαφανιστεί αυτό το κάτι στα έγκατα της αδηφάγου σακούλας.
Χαρακτηριστική συμπεριφορά:
α. Τα άτομα τη δημοφιλούς αυτής κατηγορίας είναι φανατικά των διαφημιστικών δώρων, για την απόκτηση των οποίων είναι ικανά να τσαλαπατήσουν οποιονδήποτε.

β. Είναι διαπιστωμένο ότι δεν ρίχνουν ούτε μια ματιά σε ό,τι παίρνουν, εξετάζουν όμως κάθε λίγο, πολύ προσεκτικά, το βάρος και την αύξηση του όγκου της περίφημης πλέον σακούλας.
Πιθανή χρήση της συλλογής: Για πέταμα, αμέσως μόλις φθάσουν σπίτι ή αν την ξεχάσουν, λίγες μέρες μετά. Δεν ψάχνουν ποτέ τα ευρήματα, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν τους ενδιαφέρει ποσώς περί τίνος πρόκειται. Η επιθυμία απλώς πηγάζει από τη σκέψη ότι παρόλο που είναι κάτι ξένο, έχουν το δικαίωμα να το πάρουν χωρίς να χρέωση, ενώ δεν διστάζουν να ζητήσουν και οτιδήποτε αντιληφθούν οι άγρυπνοι, απαστράπτοντες οφθαλμοί τους, να τους αρέσει.
Μειονεκτήματα της κατάστασης:

α. Η έλλειψη εντύπων που καμιά φορά δημιουργείται και μάλιστα σε βάρος των ενδιαφερομένων.
β. Μαζί με τα διαφημιστικά, έχει συμβεί, φανατικοί και ταχύτατοι «συλλέκτες», να αφαιρέσουν π.χ. τιμολόγιο, που για κάποιο λόγο βρισκόταν επάνω σε πάγκο η ακόμα και τα διαφημιστικά της παρακείμενης πιτσαρίας για τους ολοήμερα απασχολημένους υπαλλήλους.


Ποιος να μου το ΅λεγε ότι μια μέρα θα γίνω καραβοκύρης.

Το σύνδρομο της κυριακάτικης οικογενειακής εξόρμησης

Τα κρούσματα του είδους αυξάνουν θεαματικά μόνο τα κυριακάτικα πρωινά ή και απογεύματα. Εκεί που ανοίγει ο άλλος το περίπτερό του πρωί-πρωί, κι ενώ ο χώρος είναι ήσυχος και απόλυτα γαλήνιος, ξαφνικά παρατηρείται υπερκινητικότητα και ασυνήθιστα ζωηρές φωνές. Τι έχει γίνει; Η οικογένεια «Χωραφά» εκδράμει συν γυναιξί και τέκνοις.
Η νοοτροπία: Εναλλακτική λύση αντί του λούνα-παρκ. Μια σχετικά φτηνή και ανώδυνη εκδοχή με εξασφαλισμένους παιδονόμους, αφού κάθε δύσμοιρος πωλητής φροντίζει να… υπερασπιστεί τα είδη του περιπτέρου του.
Ποιές ηλικίες αφορά: Όλες. Τρεις γενιές και δυο σόγια μαζί. Τα παρελκόμενα εν προκειμένω συμπεριλαμβάνουν καρότσια, δυο μωρά που κλαίνε, το τέρας τον Γιαννάκη, την πεθερά, τον θείο, τη συννυφάδα, τον κουμπάρο και τη συμπεθέρα.
Χαρακτηριστική συμπεριφορά: Το ένα μωρό από το καρότσι τραβά το διαχωριστικό σχοινάκι, ρίχνοντας κάτω όλα τα κολωνάκια του περιπτέρου, που το συγκρατούν. Το άλλο, στην αγκαλιά της κυρίας, κλαίει προκαλώντας της «κορώνες» αγανάκτησης. Το τέρας ο Γιαννάκης, μέχρι να του απαντήσει η μαμά του, αν μπορεί νΆ ανέβει στη βάρκα που περιεργάζεται, έχει πηδήξει μέσα, παρασύροντας στοίβες προσπέκτους και ό,τι άλλο βρεθεί στο έλεός του. Η μαμά του τσιρίζει, η συμπεθέρα τον κυνηγά, μήπως και τον ξεγελάσει με μια σοκολάτα, ο κουμπάρος τούς παροτρύνει νΆ αφήσουν το παιδί να εκφραστεί ελεύθερα και ο πωλητής έχει ήδη υποστεί ελαφρύ εγκεφαλικό. Όσο ο Γιαννάκης αλωνίζει την έκθεση, ο έρημος μπαμπάς, με τις διαρκώς οξυνόμενες τάσεις φυγής κοιτάζει τα βαρκάκια και του καίγεται η ψυχή. Χάος. Το πέρασμά τη λαίλαπας «Γιαννάκης» αφήνει πάντοτε πίσω του… συντρίμμια, αλλά και τεράστια ανακούφιση.


Αναποφάσιστος επισκέπτης προσπαθεί να «ξαναδεί το φως» του, μετά από τα όσα είδαν τα μάτια του.

Το σύνδρομο τον πικ-νικ



Πώς εκδηλώνεται: Πρόκειται για ένα σπάνιο είδος περιηγητών οι οποίοι όμως, Κύριος οίδε για ποιο λογο, βρέθηκαν στην έκθεση. Εμφανίζονται κρατώντας στο ένα χέρι κάποιο τεράστιο σάντουιτς, με το άλλο κρατούν το αναψυκτικό και στην τσέπη, εμφανώς περιμένει τη σειρά του το επιδόρπιο.

Χαρακτηριστική συμπεριφορά: Το ύφος τους δηλώνει, χωρίς αμφιβολία, ότι επέλεξαν ένα πρωτότυπο τρόπο γεύματος και παρεμπιπτόντως, βρήκαν και κάτι να χαζέψουν αντί π.χ. να δουν τηλεόραση).

Ποιές ηλικίες αφορά: Η γκάμα αυτή είναι περιορισμένης εμβέλειας. Συνήθως πρόκειται για άτομα μεταξύ 20 και 35 κατά προσέγγισιν, τα οποία εμφανώς έχουν το μυαλό τους κάπου αλλού και προφανώς αντιμετωπίζουν καραμπινάτες κρίσεις βουλιμίας. Το κοινό χαρακτηριστικό τους είναι το άδειο βλέμμα. Κοιτούν τα εκθέματα, αλλά προφανώς, βλέπουν εικόνες, οι οποίες πόρρω απέχουν του αντικειμένου. Αν η έντονη δραστηριότητα της μασέλας τούς το επιτρέψει, μπορεί να προλάβουν να ρωτήσουν και κάτι, αλλά μόνο για να δικαιολογήσουν την παρουσία τους. Σε γενικές γραμμές, όμως, δεν φαίνονται να έχουν επαφή με το περιβάλλον, σε σημείο δηλαδή που να αισθάνεται κανείς τύψεις, αν κατά λάθος τους ενοχλήσει κατά τη διάρκεια του γεύματος.

Μειονέκτημα της κατάστασης: Μπορεί να δημιουργήσουν έντονες, γαστριμαργικής φύσεως, διαταραχές στους εκθέτες, σι οποίοι αντιμετωπίζουν πολύωρη παραμονή στο χώρο.


Η οικογένεια «Χωραφά» εκδράμει συν γυναιξί και τέκνοις.

Το σύνδρομο της δωρεάν πρόσκλησης

?βυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Εκτός από τους ενδιαφερόμενους που
επισκέπτονται το ναυτικό σαλόνι, ακόμα κι εκείνοι που έρχονται για χάζεμα ή
ψυχαγωγία, παίρνουν αυτή την απόφαση συνειδητά. Υπάρχει όμως και μια μικρή μερίδα κοινού, που κυριολεκτικά δεν ξέρει ούτε γιατί έρχεται, ούτε, όμως καλά-καλά και τι θα δει.
Πώς γίνεται αυτό: Όταν πέσει κατά λάθος στα χέρια τους μια πρόσκληση και μη έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνουν «μπαίνουν για να ρίξουν μια ματιά». (Σε ανάλογη περίπτωση, μπορεί να μην μάς αρέσει στο θέατρο η επιθεώρηση, αλλά αφού μάς κάνουν τα έξοδα, δεν θα πάθουμε και τίποτα!).
Ποιές ηλικίες αφορά: Σχεδόν όλες. Το ζευγάρι των συνταξιούχων, που αποφάσισε ότι το σημερινό επεισόδιο της βραζιλιάνικης σειράς δεν αναμένεται
ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Η νεαρά «κοπτοραπτού», που την απάτησε ο αρραβωνιάρης και δεν βλέπει που πηγαίνει. Ο πεθερόπληκτος, που βρήκε μια ώρα να ησυχάσει το κεφάλι του από τη μουρμούρα.
Χαρακτηριστική συμπεριφορά: Δεν μπορεί να πει κάτι κανείς μετά βεβαιότητος, καθώς το πλήθος αυτό είναι απόλυτα ετερόκλητο, ορμώμενο από ακαθόριστα ελατήρια. Μπορεί να γυρίζουν στην έκθεση χαζεύοντας και να πάρουν κάτι, μόνο αν τους κινήσει το ενδιαφέρον. Στη χειρότερη περίπτωση όμως, είναι δυνατόν να ξυπνήσει η φιλομάθειά τους και να θελήσουν να μάθουν μέσα σε μια ώρα ό,τι δεν ήξεραν τόσα χρόνια. Αυτό
σημαίνει ότι περιφέρονται, ζητώντας εξηγήσεις και πληροφορίες και ρωτώντας ασυναρτησίες με εκνευριστική επιμονή.
Συνήθεις ατάκες: «Πόσους κοιμίζει;», (το 12μετρο ιστιοπλοϊκό!), «πόσο πιάνει αυτό;» (ταχύτητα της βάρκας με εξωλέμβια), «πόσο το πουλάτε;» (Φευ! το πολυτελές 20μετρο cruiser), «έχετε αυτόματο πιλότο για . . .κουνελάρα;!!!» (σ.σ. εννοεί λαγουδέρα, εκδηλώνοντας μια σύγχυση γνώσεων ζωολογίας).
Μειονέκτημα της κατάστασης: Κανένα. Το ζόρι τρώνε μόνο οι εκθέτες με τα ελκυστικά προς τα ενδιαφέροντά τους, αντικείμενα.

Αν εξαιρέσουμε όλες τις προαναφερθείσες κατηγορίες ασχέτων, το ναυτικό σαλόνι είναι ο επίγειος παράδεισος για τους σκαφάτους, καθώς τους δίνεται η ευκαιρία να συγκεντρωθούν με όλους τους… ομοιοπαθείς ή έστω ομοϊδεάτες… Ακόμα κι αυτοί, όμως, χωρίζονται σε κατηγορίες.


Ή το αλμπουράκι θα πέσει, ή ο Γιαννάκης. Αναμφισβήτητα, πάντως, ο δραστήριος νεανίας προσπαθεί φιλότιμα για την πρώτη περίπτωση…

Οι χαμηλού προφίλ


Έρχονται πραγματικά για να δουν τα καινούργια μοντέλα και να ενημερωθούν, γιατί θέλουν είτε νΆ αλλάξουν σκάφος, είτε νΆ ανανεώσουν τον εξοπλισμό τους.
Ξεχωρίζουν: Από το πανάκριβο και καλόγουστο casual ντύσιμο.
Κυκλοφορούν: Ινκόγκνιτο. Κατά προτίμηση μόνοι, χωρίς περιττές φλυαρίες, δεν καταδέχονται ποτέ διαφημιστικά δώρα και αποσιωπούν σκόπιμα το… σκανδαλώδες μέγεθος του σκάφους τους.
Κρατούν: Πόζα ακαταδεξίας.
Χαρακτηριστική συμπεριφορά: Busy. Επιλεκτικά βιαστικοί.
Η πιο καταδεκτική στιγμή τους: Να παραγγείλουν κάποιο υλικό μέσα από την έκθεση.
Συνήθης ατάκα: Δώστε μου παρακαλώ την τιμή σε Δολάρια ή Στερλίνες.


Ο Γιαννάκης καταστρώνει σχέδιο δράσης…

Οι καβαλημένοι

Έρχονται για να δουν οι άλλοι ότι έχουν σκάφος. Ρωτούν όλους τους αντιπροσώπους για τα καινούργια μοντέλα και δείχνουν ενθουσιασμό για τις χάρες τους. Και επάνω στη γλύκα του πωλητή ότι εξασφάλισε πελάτη, του
σερβίρουν αφΆ υψηλού και μελιστάλαχτα, ότι εκείνοι έχουν καταλήξει στην… τάδε μάρκα, σε… τόσα πόδια.

Ξεχωρίζουν: Από την κραυγαλέα τους εμφάνιση. Timberland, τζόκεϋ, φλις,
πιθανότατα φόρμα, την οποία μοστράρουν υπερήφανοι, καθώς τη νομίζουν
προχωρημένη, και συνοδεύουν την επιτηδευμένη τους εμφάνιση με όλα τα σχετικά gadgets: Το κινητό με blue tooth, ναυτικό σουγιαδάκι και σχετικό μπρελοκάκι, πορτοφόλι με βέλκρο κ.λπ, κάτι σε παράρτημα πανηγυριού του Αγ. Πολύκαρπου δηλαδή.
Κυκλοφορούν: Χαζεύοντας. Είναι σίγουρο ότι θα πιάσουν την κουβέντα σε όλους, γιατί κανείς δεν πρέπει να είναι απληροφόρητος περί του πολυτίμου αποκτήματός τους, όσα πόδια κι αν είναι. Μπροστά σε τέτοια επιτακτική ανάγκη, διακόπτουν αδιακρίτως κάθε συζήτηση, οποιουδήποτε ατυχούς βρεθεί στο δρόμο τους.
Κρατούν: Επιδεικτικά και δήθεν αδιάφορα το φορητό VHF, για το οποίο μονίμως ψάχνουν μια αδιάβροχη θήκη.

Χαρακτηριστική συμπεριφορά: Η εκδήλωση, με κάθε τρόπο, της απόλυτης ικανοποίησης από τον εαυτό τους.

Η πιο ανυπόφορη στιγμή τους: Όταν διηγούνται για πολλοστή φορά κάποιο δύσκολο ταξίδι και προσπαθούν να πείσουν εαυτούς και αλλήλους, ότι μόνο το δικό τους σκάφος θα μπορούσε νΆ ανταπεξέλθει και μάλιστα για λόγους που παραμένουν αδιευκρίνιστοι.
Συνήθης ατάκα: «Πόσες μέρες έκανες πέρυσι;»


Τα βάσανα των σκαφάτων. «Αυτό το παρκετόπανο δε λέει να μου σταθεί στο πόδι…».

Οι κομπλεξαρισμένοι


Δεν έρχονται ακριβώς. Παρόρμηση του τύπου «πονάω αλλά μΆ αρέσει» κυριολεκτικά τους σέρνει μέχρι την έκθεση, για να υποβάλουν τον εαυτό
τους στη δοκιμασία νΆ αντιμετωπίσουν τις διάφορες κατηγορίες σκαφάτων. Το μικρό τους πλεούμενο είναι αντιστρόφως ανάλογο του απωθημένου τους για ένα σκαρί αξιοπρεπούς μεγέθους, με τις αναμενόμενες συνέπειες.
Παρεμπιπτόντως, όλοι ανεξαιρέτως αισθάνονται μετεμψυχώσεις του… Κουστώ και δεν παύουν να σκέπτονται και να επαναλαμβάνουν σε τι άσχετους πάνε τα λεφτά και τα «καράβια».
Κυκλοφορούν: Σαν χαμένοι, με τη χαρακτηριστική έκφραση ανθρώπου που μαζοχίζεται.
Κρατούν: Το καινούργιο τους καλάμι ψαρέματος.
Χαρακτηριστική συμπεριφορά: Χτυπούν και «ακροάζονται» τα σκάφη σαν να πρόκειται για… καρπούζια. Οι πρακτικές τους μέθοδοι εξέτασης απορρίπτουν τις τεχνικές των σύγχρονων… ανίδεων ναυπηγείων.
Η πιο μίζερη στιγμή: Όταν στο διπλανό περίπτερο από αυτό που χαζεύουν, κλείνεται συμφωνία πώλησης του 2Ομετρου.

Συνήθης ατάκα: «Έβαλα τέτοιο δόλωμα, που έβγαλα στη Λούτσα χτες 10 κομμάπα».


«Μόλις ρευστοποιήσω κάτι ομόλογα, θα ΅ρθω να πάρω μερικά από αυτά. Παρακαλώ, τιμή σε δολάρια και στερλίνες».

Οι «γκαζάκιδες»

Αισθάνονται κάτι σε Νίκυ Λάουντα της θάλασσας. «Κολλάνε» όπου δουν μηχανές, σνομπάρουν μετά βδελυγμίας τα ιστιοπλοϊκά.
Κυκλοφορούν: Με ύφος κυρίαρχου. Αν είχε και φανάρια η θάλασσα, τότε
σίγουρα όλοι οι άλλοι θα έτρωγαν το… απόνερά τους.

Ξεχωρίζουν: Από τα προσπέκτους με τις μηχανές, που έχουν επιδεικτικά ανοιχτά στα χέρια τους.
Κυκλοφορούν: Γρήγορα, από κεκτημένη ταχύτητα και μιλούν μόνο με όσους… προλαβαίνουν να συμμεριστούν τις ανησυχίες τους.
Κρατούν: Τη θάλασσα υποταγμένη στα γκάζια τους (ή τουλάχιστον έτσι νομίζουν).
Χαρακτηριστική συμπεριφορά: «Ποζάρουν σε κάθε δυνατή γωνιά, γύρω από εξωλέμβιες μεγάλου κυβισμού. Θεωρούν ότι είναι η ζωντανή διαφήμιση κάθε ισχυρού κινητήρα.
Η πιο high στιγμή τους: Αν έχουν τα χρήματα να παραγγείλουν το αντικείμενο του… πόθου τους.
Συνήθης ατάκα: «Εγώ έχω ρίξει επάνω μια 150άρα…


Επίδοξος καραβοκύρης. Η συγκίνηση του φέρνει ένα κόμπο στο λαιμό!

Οι ξερόλες


Η κατοχή σκάφους δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να πάνε στο σαλόνι να εκθέσουν τι γνώσεις τους, κατά τεκμήριο μάλιστα σκάφος δεν έχουν. Αυτό δεν τους εμποδίζει, πάντως, ακόμα και τους σκαφάτους να τους αντιμετωπίζουν υπό το πρίσμα του συνδρόμου της ανωτερότητάς τους, σαν την «πλέμπα» των γνώσεων και του πνεύματος…
Κυκλφορούν: Με πολύ… αέρα. Για όλα έχουν γνώμη και κανένα… ηθικό ενδοιασμό να την επιβάλλουν σε κάθε ανυποψίαστο.
Κρατούν: Μόλις και μετά βίας, την επιθυμία τους νΆ απαντήσουν στην ερώτηση που άκουσαν να γίνεται προς τον υπεύθυνο του περιπτέρου, όπου έχουν σταματήσει για ενημέρωση.
Χαρακτηριστική συμπεριφορά: Με τρία τέταρτα συζήτηση σε κάθε περίπτερο, χρειάζονται γύρω στις τέσσερις μέρες για να ολοκληρώσουν τη διαδρομή μέσα στο ναυτικό σαλόνι. Συνήθως συζητούν και ρωτούν τα θέματα που έχουν εμπεδώσει καλύτερα και κατά κανόνα απαντούν από μόνοι τους, επιβάλλοντας απλώς στον δήθεν ερωτώμενο να τους ακούσει.
Η πιο λαμπρή στιγμή τους: Να πέσει στο δρόμο τους ο ανυποψίαστος, που θα τους ρωτήσει για κάτι.
Συνήθης ατάκα: «Η παραλλαγή είναι το αλγεβρικό άθροισμα απόκλισης και παρεκτροπής, δηλαδή: Πρ = Απ + Τρ.»


«Εμένα που με βλέπεις, έχω κάνει και 2-3 Whitbread στη ζωή μου. Μη κοιτάς που μπέρδεψα από ποια μεριά πιάνουν τη ρόδα…».

Οι ντίβες



Τελευταία κατηγορία των παρεπιδημούντων στο ναυτικό σαλόνι είναι οι παντός είδους «ντίβες». Και όταν λέμε ντίβες, αναφερόμαστε απαραιτήτως στις «συνοικιακές καλλονές», επειδή καμία κυρία που σέβεται το χαϊλίκι της δεν θα κυκλοφορούσε μέσα σε ναυτική έκθεση χωρίς τα χαμηλά Gucci της, το Trussardi της και κάποιο κομψό ναυτικό φουλαράκι.
Κυκλoφορούν: Με μια σχετική δυσκολία, γιατί συνήθως κάτω από τους χρωματιστούς διαδρόμους, το έδαφος είναι ανώμαλο, με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν… μπότζι, εξ αιτίας των ψηλοτάκουνων παπουτσιών τους.
Κρατούν: Όπως νομίζουν, τον Παπά απΆ τα γένια. Καμαρώνουν και νιώθουν ότι είναι το επίκεντρο της προσοχής. Αναμφισβήτητα. Τα σουβλερά τους τακούνια ενθουσιάζουν όλους ανεξαιρέτως τους εκθέτες σκαφών, οι οποίοι παθαίνουν αναφυλακτικό σοκ μέχρι να τις πείσουν να τα αποχωριστούν προκειμένου νΆ ανέβουν.

Χαριτωμένη λεπτομέρεια: Το τράβηγμα κάθε λίγο της στρετς μίνι φούστας, γιατί …«μουδάρει» επικίνδυνα με την παραμικρή κίνηση και ψευτομετάνοιες του τύπου «τι το ΅θελα τώρα αυτό…» (γιατί χαίρεται ο κόσμος από κάτω;). Για το κιτς της ιστορίας, δεν μπορούμε να παραλείψουμε τις σεμνότερες, που συνοδεύουν τις γόβες τους με κολάν. Εναλλακτικά, εμφανίζονται με λαμέ, στρας και παγιέτες, συγχέοντας τελείως την επίσκεψη στο ναυτικό σαλόνι με κοκτέιλ στη θαλαμηγό του Λάτση.
Χαρακτηριστική συμπεριφορά: Αισθάνονται απόλυτα στα νερά τους και κάνουν δημόσιες σχέσεις (κάπου θα βρεθεί ένας γαμπρό με κότερο και για μένα).
Συνήθης ατάκα: Ωχ, μου ΅φυγε ένας πόντος!
Η πιο λαμπρή στιγμή τους: Όταν καταφέρουν να μπουν σΆ ένα οποιοδήποτε σκάφος ή βαρκάκι έξω από την έκθεση και μάλιστα σε μώλο. Οι κοπιαστικές τους προσπάθειες τελικά ανταμείφθηκαν.


Εξαιρετικού γούστου και ναυτικού ύφους «Σανελάκι», που δένει όμορφα με τη μαύρη τσάντα και τις ασορτί πλαστικές σακούλες.