Υποθερμία: Μια κατάσταση, που μπορεί να οδηγήσει σε θάνατο

Υποθερμία

Μια κατάσταση, που μπορεί να οδηγήσει σε θάνατο

 

Του Μάκη Ματιάτου


Το κρύο ήταν πάντα ένας από τους μεγαλύτερους εχθρούς του ανθρώπινου γένους. Στο κρύο οφείλονται πάρα πολλοί θάνατοι, ακόμα και στη σημερινή εποχή που η επιστήμη μας δίνει όλα τα μέσα για την αντιμετώπισή του.


Ο άνθρωπος μπορεί να διατηρηθεί στη ζωή χωρίς νερό για αρκετές μέρες, χωρίς τροφή για βδομάδες, αλλά χωρίς τη ζέστη δεν μπορεί να αντέξει πάρα πάνω από μερικές ώρες. Παρόλο που θεωρούμε τη ζέστη κυρίως σαν μια από τις ανέσεις στη ζωή μας, στην ουσία είναι αυτή που διατηρεί τα κύτταρα του οργανισμού μας ζωντανά. Παρόλα αυτά, πολύ λίγος κόσμος γνωρίζει το ρόλο που παίζει η θερμοκρασία του σώματος στην υγεία και τη διατήρηση της ζωής. Ένας λόγος που οι περισσότεροι αγνοούν τις συνέπειες που μπορεί να έχει το κρύο στον ανθρώπινο οργανισμό, είναι το ότι μόλις πρόσφατα η επιστήμη ασχολήθηκε σοβαρά με τον έλεγχο της θερμοκρασίας του σώματος. Ο έλεγχος της θερμότητας είναι ο τρόπος με τον οποίο ο οργανισμός μας κανονίζει και διατηρεί μια σταθερή θερμοκρασία με διαφορά 1-2 βαθμών Κελσίου.


Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου οι γιατροί των Ναζί έκαναν πειράματα στο Νταχάου πάνω σε ανθρώπους, για την ανθεκτικότητα του οργανισμού σε χαμηλές θερμοκρασίες. Η μακαβριότητα όμως των πειραμάτων και η αποστροφή των μεταγενέστερων ερευνητών γι’ αυτά που στοίχησαν τη ζωή εκατοντάδων αιχμαλώτων, είχε σαν αποτέλεσμα να αποσιωπηθούν τα αποτελέσματα των ερευνών για πάρα πολλά χρόνια. Οι μετέπειτα όμως ανάγκες της ανθρωπότητας έφεραν δειλά – δειλά στην επιφάνεια τ’ αποτελέσματα των πειραμάτων των Ναζί κι έτσι σήμερα αρκετά Πανεπιστήμια και Ιατρικά Κέντρα έχουν ήδη ερευνητικά προγράμματα πάνω στο θέμα αυτό.

Για τη διατήρηση της θερμοκρασίας του σώματος στους 37 βαθμούς Κελσίου, συνεργάζονται πολλά συστήματα του οργανισμού μας, όπως το κυκλοφοριακό, το αναπνευστικό, το νευρικό κ.ά. Η διατήρηση της θερμοκρασίας του σώματος στους 37 βαθμούς Κελσίου επιτρέπει σ’ όλα τα κύτταρα του οργανισμού μας να εργάζονται και ν’ αποδίδουν σωστά. Καθένα από τα δισεκατομμύρια κύτταρα του ανθρώπινου οργανισμού παράγει θερμότητα. Ένα μέρος  της θερμικής αυτής ενέργειας κρατάει το σώμα μας, ενώ την υπόλοιπη την αποβάλλει με διάφορους τρόπους. Όταν το σώμα μας ζεσταθεί ή κρυώσει πολύ, οι λειτουργίες του οργανισμού μας επηρεάζονται, τα κύτταρα παθαίνουν βλάβη και σταδιακά επέρχεται το τέλος. Έτσι, ενώ ο οργανισμός μας μπορεί να δεχτεί μια διαφορά θερμοκρασίας απ’ αυτή των 37 βαθμών, που ονομάζουμε ιδεώδη, και που κυμαίνεται από 1 μέχρι 2 βαθμούς Κελσίου για μικρά χρονικά διαστήματα, δεν μπορεί ν’ αντέξει σε μεγαλύτερες διακυμάνσεις για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Εδώ θα εξετάσουμε τις μεταβολές που προκαλούνται από την έκθεση του ανθρώπου σε θερμοκρασίες κάτω από τη φυσιολογική των 37 βαθμών και που ονομάζουμε υποθερμία.


Η υποθερμία προκαλείται από διάφορους παράγοντες, όπως είναι ο ψυχρός
αέρας, το κρύο νερό, η μεγάλη ηλικία του ατόμου, η ακατάλληλη διατροφή, τα
οινοπνευματώδη ποτά, τα φάρμακα και τα ναρκωτικά, ο τραυματισμός σε κάποιο μέρος του σώματος κ.ά. Επειδή το θέμα της υποθερμίας παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον, όχι μόνο για τις περιπτώσεις που παρά τη θέλησή μας μπορεί κάποτε ν’ αντιμετωπίσουμε στη θάλασσα, αλλά κι επειδή λίγο – πολύ όλοι μας έχουμε σίγουρα υποστεί τα συμπτώματα της υποθερμίας στην καθημερινή μας ζωή, θα προσπαθήσουμε ν’ αναπτύξουμε την κατάσταση αυτή, όσο ο χώρος μας επιτρέπει. Θα δούμε, δηλαδή, τι προκαλεί την υποθερμία, ποια είναι τα συμπτώματά της, πως την προλαβαίνουμε και πως την αντιμετωπίζουμε σε περίπτωση ανάγκης.


Τι είναι η υποθερμία

Η υποθερμία χωρίζεται σε δύο κατηγορίες, ανάλογα με τον τρόπο που προκαλείται, την πρωταρχική τυχαία υποθερμία και τη δευτερεύουσα τυχαία υποθερμία.

Στάδια υποθερμίας

Η πρωταρχική τυχαία υποθερμία είναι η υποθερμία που προκαλείται στο
εσωτερικό μέρος του σώματός μας – δηλαδή μια διαφορά θερμοκρασίας
μεγαλύτερη από 2 βαθμούς Κελσίου από την ιδανική – από την έκθεση σε ψυχρό περιβάλλον, όπως στην περίπτωση που θα βρεθούμε μέσα σε παγωμένο νερό, είτε από ναυάγιο, είτε από τυχαία πτώση από το σκάφος, είτε από έκθεση σε ψυχρό αέρα, είτε ακόμα και από υποβρύχιο ψάρεμα. Προϋπόθεση για την περίπτωση αυτή είναι να βρισκόμαστε σε μια συνηθισμένη υγιή κατάσταση και όλα τα συστήματα του οργανισμού να λειτουργούν κανονικά.


Δευτερεύουσα τυχαία υποθερμία ονομάζουμε το ίδιο ακριβώς πράγμα που αναφέραμε παραπάνω, με τη μόνη διαφορά πως, μία ή περισσότερες από τις ενέργειες του οργανισμού μας, που χρησιμεύουν στο να διατηρούν μια σταθερή θερμοκρασία, δεν γίνονται κανονικά λόγω κακής λειτουργίας ενός ή περισσοτέρων συστημάτων.

Ουσιαστικά, η διαφορά των δύο κατηγοριών υποθερμίας είναι ότι στην πρώτη περίπτωση η έκθεση σε ψυχρό περιβάλλον προκαλεί το πρόβλημα, ενώ στη δεύτερη είναι άλλοι οι παράγοντες που προδιαθέτουν το θύμα στην υποθερμία.

Η θερμότητα του σώματος

Για να καταλάβουμε καλύτερα και να προλάβουμε ή ν’ αντιμετωπίσουμε την
υποθερμία, πρέπει ν’ αναφέρουμε τους τρόπους με τους οποίους το σώμα μας διατηρεί τη θερμοκρασία του. Ο έλεγχος της θερμότητας γίνεται από τον εγκέφαλο, το νωτιαίο μυελό κι ένα εκτεταμένο σύστημα από νεύρα. Ο εγκέφαλος είναι το κέντρο που διευθύνει δύο ξεχωριστά συστήματα, το εκούσιο ή σωματικό νευρικό σύστημα και το αυτόνομο νευρικό σύστημα. Το πρώτο είναι το σύστημα που μας επιτρέπει να ζυγίζουμε μια κατάσταση και να ενεργούμε ανάλογα, όπως π.χ. στην περίπτωση της υποθερμίας να βάλουμε ένα παλτό ή να σηκώσουμε το γιακά του ή ν’ ανάψουμε κάποια εστία θέρμανσης. Το δεύτερο σύστημα είναι αυτό που ελέγχει τα εσωτερικά όργανά μας, τις φλέβες και τις αρτηρίες μας. Επίσης, ελέγχει την έκκριση της αδρεναλίνης και αντιδρά αυτόματα με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο, όταν αντιμετωπίζει μια κατάσταση. Το τμήμα του εγκεφάλου που ονομάζεται υποθάλαμος, κατευθύνει τις περισσότερες από τις αντιδράσεις του συστήματος αυτού, ενώ ο εγκεφαλικός φλοιός κατευθύνει τις περισσότερες από τις αντιδράσεις του πρώτου συστήματος. Εάν π.χ. πέσουμε σε παγωμένο θαλασσινό νερό το χειμώνα, οι παλμοί της καρδιάς αυξάνονται μαζί με την πίεση του αίματος. Αυτή είναι η φυσική αντίδραση του ακούσιου ή αυτόνομου νευρικού συστήματος, που δεν επηρεάζεται από τη σκέψη μας ή τη θέλησή μας ν’ αντιδράσουμε. Το νευρικό σύστημα ελέγχει την παραγωγή θερμότητας και το μηχανισμό του ελέγχου αυτής της θερμότητας στο σώμα μας. Ο έλεγχος δεν θα ήταν δυνατός, εάν το νευρικό σύστημα δεν έδινε στον εγκέφαλο τη δυνατότητα να παρακολουθεί κάθε λειτουργία του σώματος, μία από τις οποίες είναι και η θερμοκρασία. Το νευρικό σύστημα είναι σε θέση ν’ αντιλαμβάνεται ακόμα και την ελάχιστη διαφορά θερμοκρασίας από την ιδεώδη των 37 βαθμών. Μόλις διαπιστωθεί έστω και κάποια μικρή διαφορά, τα δύο παραπάνω συστήματα τίθενται σε λειτουργία. Το πρώτο σύστημα μας λέει ότι πρέπει, σε περίπτωση που κρυώνουμε, να βάλουμε κάτι πάνω μας, ενώ συγχρόνως μπαίνουν σε λειτουργία και άλλα συστήματα του οργανισμού μας, που ελέγχονται από το ακούσιο ή αυτόνομο νευρικό σύστημα (αναπνευστικό, κυκλοφορικό κι ενδοκρινικό) σε μια προσπάθεια άριστα συντονισμένη για την προφύλαξη της ζωή μας. Ο έλεγχος αυτός και η διατήρηση της θερμοκρασίας του σώματος στους 37 βαθμούς γίνεται, λοιπόν, από το νευρικό σύστημα, που παρακολουθεί αδιάκοπα και συγκρίνει τη θερμοκρασία ανάμεσα στον εγκέφαλο την καρδιά και την επιδερμίδα/μυς. Αυτή η σύγκριση ορίζει και τον τρόπο που το σώμα μας αντιδρά, όταν υποβάλλεται σ’ ένα ψυχρό ή θερμό στρες. Όταν π.χ. η επιδερμίδα μας κρυώνει από μια ψυχρολουσία ή μια βουτιά στην κρύα θάλασσα, το νευρικό σύστημα μεταβιβάζει την πληροφορία στο νωτιαίο μυελό και στον εγκέφαλο. Η χαμηλή θερμοκρασία της επιδερμίδας συγκρίνεται με τη θερμοκρασία της καρδιάς και του εγκεφάλου και αμέσως το νευρικό σύστημα βάζει σε λειτουργία διάφορες ενέργειες για την παραγωγή και διατήρηση της θερμότητας.


Στο παραπάνω παράδειγμα η αντίδραση του οργανισμού είναι να κολυμπήσουμε με γρήγορες χεριές για να «συνηθίσουμε» το νερό. Αν πάλι είμαστε ξαπλωμένοι πάνω στο κατάστρωμα κάνοντας ηλιοθεραπεία, η θερμοκρασία της επιδερμίδας αυξάνεται, οπότε αρχίζουμε να ιδρώνουμε. Αυτός είναι ένας τρόπος να αποβάλουμε θερμότητα. Υπάρχουν πολλοί άλλοι τρόποι για τον έλεγχο και τη διατήρηση της κανονικής θερμοκρασίας του σώματος όπως, η άσκηση, το τρεμούλιασμα (ρίγος), το ανατρίχιασμα, η εφίδρωση ακόμα και η αλλαγή της θέσης μας στο χώρο, για ν’ αποφύγουμε τις καυτές ακτίνες του ηλίου ή τον ψυχρό αέρα που φυσάει. Οι αλλαγές αυτές της θερμοκρασίας στο σώμα μας «συλλαμβάνονται» με τη βοήθεια χιλιάδων θερμικών δεκτών, που είναι εξειδικευμένα μέρη του νευρικού μας συστήματος και που βρίσκονται σε στρατηγικά σημεία σ’ όλο μας το σώμα, συμπεριλαμβανομένων της επιδερμίδας, των εσωτερικών οργάνων, του νωτιαίου μυελού και μερικών περιοχών του εγκέφαλου. Ακόμα, υπάρχουν τέτοιοι δέκτες στη γλώσσα μας και στο αναπνευστικό μας σύστημα.


Υπάρχουν διαφορετικοί δέκτες θερμότητας και ψύχους που όταν ενεργοποιούνται αρχίζουν να στέλνουν ηλεκτρικά σήματα στον εγκέφαλο. Το πως και που μεθοδεύονται αυτές οι πληροφορίες στον εγκέφαλο δεν είναι γνωστό. Εκείνο όμως, που ξέρουμε είναι ότι μεταβιβάζονται άμεσα, όπως επίσης άμεσα μεταβιβάζονται και οι εντολές για την αντιμετώπιση της κατάστασης, οπότε έχουμε σαν αποτέλεσμα, ανάλογα με την περίπτωση, το τρεμούλιασμα, την εφίδρωση ή την αυξομείωση της κυκλοφορίας του αίματος. Όπως θα δούμε και παρακάτω, το κάθε κύτταρο μας παράγει θερμότητα. Αυτές σι χημικές ενέργειες των κυττάρων είναι αυτό που λέμε μεταβολισμό των κυττάρων μας. Ένα μέρος απ’ αυτή τη θερμότητα μεταφέρεται στα διάφορα σημεία του σώματός μας με την επαφή των κυττάρων, αλλά ο κύριος μηχανισμός διανομής θερμότητας είναι το κυκλοφοριακό μας σύστημα. Λειτουργώντας με τις εντολές του αυτόνομου νευρικού συστήματος και τον απ’ ευθείας έλεγχο της ορμόνης επινεφρίνης (αδρεναλίνης), οι αρτηρίες διαστέλλονται και συστέλλονται, ανάλογα με τις ανάγκες των διαφόρων μελών του σώματος, για περισσότερη ή λιγότερη θερμότητα. Εάν η θερμοκρασία του εσωτερικού του σώματος είναι υψηλή, οι αρτηρίες που εξυπηρετούν την επιδερμίδα και τα άκρα διαστέλλονται, για να επιτρέψουν στο θερμό αίμα να πλησιάσει την επιφάνεια του δέρματος, όπου η παραπανίσια θερμότητα μπορεί ν’ αποβληθεί. Εάν πάλι η θερμοκρασία του εσωτερικού του σώματος πρέπει να διατηρηθεί, τότε το αυτόνομο νευρικό σύστημα κλείνει τη δίοδο του αίματος προς την επιδερμίδα, συστέλλοντας τις αρτηρίες. Η ενέργεια αυτή είναι τόσο αποτελεσματική, που η κυκλοφορία του αίματος στα δάχτυλα π.χ. περιορίζεται κατά 99%. Ο εγκέφαλος ενεργεί έτσι ώστε να διαφυλάσσει τη θερμοκρασία του σώματος, σε περίπτωση που αυτό εκτεθεί σε ψυχρό περιβάλλον. Καθώς το σώμα εργάζεται πιο σκληρά για να κρατήσει μια θερμική ισορροπία με το περιβάλλον, το φυσιολογικό στρες του οργανισμού αυξάνεται, με αποτέλεσμα πολλές φορές να χάνει τα αποθέματα ενέργειάς του. Ακόμα και σ’ αυτή την περίπτωση ο εγκέφαλος παίζει ένα σημαντικό ρόλο, στο να διατηρήσει στη ζωή εκείνα τα όργανα που έχουν μεγαλύτερη σημασία για την επιβίωση, θυσιάζοντας άλλα, λιγότερο απαραίτητα. Ο εγκέφαλος και η καρδιά είναι τα κυριότερα όργανα με αξιοκρατικά κριτήρια, ακολουθούμενα από τα άλλα εσωτερικά όργανα που έρχονται σε δεύτερη μοίρα και τέλος από τα άκρα, τα οποία είναι και τα πρώτα που θυσιάζονται στην πάλη κατά της υποθερμίας. Καθώς η θερμοκρασία του εσωτερικού του σώματος πέφτει, ο εγκέφαλος πασχίζει να διατηρήσει όλα τα μέρη του σώματος σε κατάσταση καλής λειτουργίας. Όταν, όμως τα πράγματα χειροτερεύουν, ο εγκέφαλος αποφασίζει να κάνει θυσίες, γιατί το μόνο που θα πετύχαινε, αν δεν έπαιρνε την απόφαση να θυσιάσει κάποιο άλλο μέρος του σώματος, θα ήταν να επισπεύσει το θάνατο. Έτσι ο εγκέφαλος σταματά την κυκλοφορία του αίματος προς τα άκρα. Αν το παρατεταμένο κλείσιμο της κυκλοφορίας στα κάτω άκρα έχει σαν αποτέλεσμα το χάσιμο ενός ποδιού, αλλά η θερμοκρασία του εσωτερικού του σώματος, οπότε και η ζωή, έχουν διατηρηθεί, τότε το τίμημα είναι συγκριτικά μικρό.


Η όλη αντίδραση βέβαια του οργανισμού δεν είναι το χάσιμο κάποιου ποδιού για να διατηρηθεί στη ζωή. Μια σειρά από ενέργειες αρχίζουν από τη στιγμή που ο εγκέφαλος θα πάρει το μήνυμα. Νιώθοντας την ανάγκη να προφυλαχθούμε από την υποθερμία, συνειδητά βάζουμε ένα πιο βαρύ ρούχο πάνω μας, ανάβουμε κάποια εστία θέρμανσης, κάνουμε κάποιο τροχάδην ή κουλουριαζόμαστε για να περιορίσουμε την επιφάνεια του σώματός μας, που εκτίθεται στο ψυχρό περιβάλλον. Οι συνειδητές ενέργειες, που αναφέραμε παραπάνω, δεν είναι βέβαια αρκετές. Το αυτόματο νευρικό σύστημα φροντίζει για τα περαιτέρω. Τα νεύρα που ελέγχουν την καρδιά, την κάνουν να επιταχύνει το ρυθμό της, ενώ οι αρτηρίες αποκλείουν συστελλόμενες, τη διέλευση του ζεστού αίματος προς τις ψυχρές περιοχές. Το σύστημα της αναπνοής επιταχύνεται. Σαν μια επιπλέον βοήθεια, το σοκ από το ψύχος πυροδοτεί το ενδοκρινικό σύστημα. Έτσι η παραγωγή θερμότητας κι ενέργειας από τα κύτταρα αυξάνεται, καθώς το σώμα μετατρέπει το ζωικό άμυλο που είναι αποθηκευμένο στους ιστούς σε γλυκόζη, τη χημική ουσία που χρησιμοποιείται από τα κύτταρα σαν καύσιμο. Σε αυτές τις καταστάσεις υποθερμίας η αναπνοή, ο εξαερισμός και η κυκλοφορία του αίματος πρέπει να συγχρονιστούν. Το ενδοκρινικό, το νευρομυϊκό, ακόμα και το πεπτικό σύστημα πρέπει να είναι σε ετοιμότητα για ν’ αντιδράσουν όταν χρειαστεί. Καθώς όλα αυτά τα συστήματα ενεργοποιούνται για ν’ αντιδράσουν στο κρύο, το σώμα υποβάλλεται σ’ ένα διπλό στρες. Το πρώτο βέβαια είναι από το ίδιο το κρύο, ενώ το δεύτερο από την προσπάθεια για την άμυνα, που όμως μπορεί να παραταθεί για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Για παράδειγμα, το τρεμούλιασμα συνήθως σταματάει, όταν η θερμοκρασία του εσωτερικού του σώματος πέσει στους 30 βαθμούς Κελσίου. Τα αποτελέσματα της υποθερμίας αρχικά φαίνονται σαν αποτέλεσμα μιας υπερφόρτωσης του αμυντικού βιολογικού μηχανισμού μας, όπως είναι τα κρυοπαγήματα. Πολύ αργότερα, όταν πια όλα τα συστήματα έχουν εξαντληθεί ή παραλύσει, τότε η υποθερμία μας δίνει το τελειωτικό της κτύπημα. Εδώ πρέπει να πούμε ότι, καθώς το σώμα περνάει από τα διάφορα στάδια της υποθερμίας, η λειτουργία των συστημάτων προοδευτικά επιβραδύνεται και σε μερικά σε τέτοιο σημείο, που το θύμα φαίνεται σχεδόν νεκρό.


Η βιολογία της θερμότητας του ανθρώπινου σώματος

Ένας από τους πιο κοινούς τρόπους να προφυλαχτούμε από την υποθερμία, πριν εκθέσουμε τον εαυτό μας σε ψυχρό περιβάλλον, είναι να φάμε καλά. Ο τρόπος αυτός έχει γίνει πλέον τρόπος ζωής στους Βόρειους λαούς, που έχουν καθιερώσει το πρόγευμα σαν ίσως το πιο σημαντικό γεύμα της ημέρας. Τρώγοντας ένα καλό και δυναμωτικό πρωινό, ο οργανισμός τους παίρνει όλα τα απαραίτητα συστατικά για ν’ αντιμετωπίσει το χάσιμο της ενέργειας της ημέρας καθώς και το κρύο. Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε πως, η τροφή που παίρνουμε ισοδυναμεί με την ενέργεια που καταναλώνουμε, συν την ενέργεια που αποθηκεύουμε μέσα μας, συν το χάσιμο της θερμότητας που αποβάλλουμε. Με δυο λόγια, ο οργανισμός μας μετατρέπει την τροφή (υδατάνθρακες, πρωτεΐνες, λίπη) σε πολύτιμη ενέργεια που χρειαζόμαστε για να ζήσουμε. Υπάρχουν διαφόρων ειδών τροφές, που όλες αποτελούνται από ένα ή περισσότερα στοιχεία, δηλαδή πρωτεΐνες, υδατάνθρακες και λίπη. Η ενέργεια όμως που παίρνουμε από τις τροφές διαφέρει. Τα φαγητά που περιέχουν λίπη δίνουν περισσότερη ενέργεια απ’ αυτά που περιέχουν υδατάνθρακες.

Μονάδα μέτρησης της ενέργειας είναι η θερμίδα. Μια θερμίδα ή Calorie (με κεφαλαίο C) είναι η ποσότητα της θερμότητας που απαιτείται, για ν’ αυξήσει τη θερμοκρασία ενός λίτρου νερού κατά ένα βαθμό Κελσίου. Επίσης ένα calorie (με μικρό c αυτή τη φορά) είναι η ποσότητα της θερμότητας, που απαιτείται για ν’ αυξήσει τη θερμοκρασία ενός χιλιοστού του λίτρου νερού κατά ένα βαθμό Κελσίου. Επομένως 1.000 (με μικρό c ) είναι ίσα με 1 C (με κεφαλαίο C) ή μεγάλη θερμίδα ή kilocalorie, ή θερμίδα. Οι διάφορες δίαιτες αναφέρονται σε θερμίδες ή kilocalorie.

Η τροφή λοιπόν είναι εκείνη που δίνει την ενέργεια και τη θερμότητα στον
οργανισμό μας. Όπως είδαμε πιο πάνω ο οργανισμός παρακρατεί τη θερμότητα που του χρειάζεται, αποβάλλοντας ό,τι περισσεύει.