Σκύλος δίνει μαθήματα οικολογικής συνείδησης

Σκύλος δίνει μαθήματα οικολογικής συνείδησης

Του Χάρη Εφτανησιώτη

Εκτός από τα πετρελαιοειδή, που προκαλούν στη θάλασσα οικολογική καταστροφή, το ίδιο προκαλούν, κάθε χρόνο, οι χιλιάδες τόνοι σκουπιδιών. Προέρχονται από κάθε λογής πλεούμενα, εργοστάσια, μαγαζιά και μεμονωμένα άτομα, που ζούνε στις παραλίες Οι μισοί που τα ρίχνουν νομίζουν ότι καταλήγουν στο βυθό και διαλύονται. Οι άλλοι μισοί ότι ταξιδεύουν στα κύματα και πιστεύουν ότι βλάπτουν μονάχα την αισθητική.

Οι πρώτοι να μάθουν ότι ένα αθώο εισιτήριο λεωφορείου θέλει 2-4 βδομάδες για να διαλυθεί. Ένα σκοινί 3 -14 μήνες. Το ξύλο θέλει 10-12 χρόνια! Το κονσερβοκούτι θα ζήσει 100 χρόνια! Το αθώο πλαστικό μπουκάλι ξεπερνάει τη φαντασία. Θέλει 450 χρόνια! Οι δεύτεροι να πληροφορηθούν ότι
τΆ αποφάγια, κουρέλια, δίχτυα, σκοινιά, σαμπρέλες, παπούτσια, ψοφίμια, πλαστικές σακούλες και μπουκάλια δεν ρυπαίνουν μόνο τις παραλίες, αλλά προκαλούν οδυνηρό θάνατο σε θαλασσοπούλια, μεγάλα ψάρια, χελώνες, φώκιες, που θέλουνε να τα καταπιούν, κι ανεπανόρθωτες ζημιές στις
προπέλες των σκαφών. Για να διασωθεί η ανεκτίμητη πηγή ζωής πολλά γράφονται και πολλά λέγονται. Η ιστορία όμως της ρύπανσης επαναλαμβάνεται!


Ο δάσκαλος δεν δίδασκε!
Βρεθήκαμε σΆ απάνεμη, ερημική αβάλη. Παρουσίες μονάχα από φλύαρα τζιτζίκια. Φουντάραμε. Δέσαμε μπεντένι σε πεύκα, στη στεριά. Βουτήξαμε στα γαλανά νερά. Χαρήκαμε -σαν παιδιά- το καθαρό γαλάζια. Ύστερα αλλάξαμε χρώμα. Ήρθαμε στη λευκή απόλαυση: ουζάκι στη σκιά του πανάδικου! Θόρυβος ξαφνικός από μηχανή που πλησιάζει. Πρόβαλε μηχανοκίνητο σκάφος. Δύο άνδρες, δύο γυναίκες, τρία παιδιά. Ο κυβερνήτης χαμήλωσε τις στροφές. Προχώρησε ήρεμα προς την παραλία. Φωνή από μέσα διάβαζε τα «πόδια», που λιγόστευαν στο βυθόμετρο: -Έντεκα… δέκα… οκτώ… έξι… Ο
κυβερνήτης κράτησε. Στην ησυχία -για πρώτη φορά- ακούστηκε η οργισμένη φωνή του: «Κοίταξε τους αλήτες, τι έχουν πετάξει! Γεμάτα τα βότσαλα από σωρό σκουπίδια! Πλαστικομπούκαλα να δεις! Ντροπή»!
Βγήκανε όλοι τους και χαζεύανε. Ο Γιάννης διέκοψε το φαγητό και βιάστηκε να πει: «Είναι σωστός. Να δεις, θα βάλει τα παιδιά να μαζέψουν τα σκουπίδια σε σακούλες».


Ο κυβερνήτης συνέχιζε. Τους στόλισε όλους. Μπράβο του είπαμε. Φουντάρισε αρόδου. Κάτω από τα ψηλά βράχια. Χωρίς κάβο στη στεριά. Κοιταχτήκαμε. Διάλεξε τη χειρότερη θέση. Μόλις θα φύσαγε λιγάκι, το σκάφος του θΆ άρχιζε να γυρίζει. (Πήρε την πρώτη κίτρινη κάρτα)! Η αβάλη γέμισε από χαρούμενα ξεφωνητά. Οι δύο άνδρες φύγανε με φουσκωτό και σύνεργα για ψάρεμα. Όλα ηρέμησαν. Ώρα για μεσημεριανό υπνάκο… Όταν σηκωθήκαμε, είδαμε τρία πράγματα. Τη θάλασσα ρυτιδιασμένη. Το σκάφος τους να τριγυρίζει. Ένα πλαστικό λευκό μπουκάλι από νερό να ταξιδεύει προς το γιαλό. Πρέπει να είχε ξεκινήσει από τους γείτονες.
– Λες να τους το πήρε τΆ αεράκι;
– Είναι άδειο και ταπωμένο. Κάποιο χέρι τοΆ ριξε.
Το σκάφος τους γύρισε σιγά-σιγά και μας έδειξε την πρύμη του. Όλοι μαζεμένοι. Τα μαζεύανε. Μια χούφτα παιδική τίναξε στο νερό αμέτρητα κουκούτσια από ελιές.
– Να τα φάνε τα ψαράκια!
Ένα σαρδελοκούτι έσκασε στο νερό. Ταλαντεύτηκε λίγο και βούλιαξε. (Πεταμένο από γυναίκα). Δεν κρατηθήκαμε.
– Κύριε κυβερνήτα, γιατί ενοχλήθηκες από τα σκουπίδια το πρωί, αφού τώρα κάνετε τα χειρότερα; Δεν απάντησαν. (Είχανε πάρει δύο κόκκινες κάρτες)! Η καδένα δούλεψε βιαστικά να φέρει την άγκυρα κι η μηχανή πήρε
απότομα γρήγορες στροφές… Ήταν ένα ανώνυμο σκάφος. Χωρίς αριθμό νηολογίου. Έφυγε με ταχύτητα, όλοι τους μέσα. Στην πρύμη έμεινε μόνο ένας. Κρατούσε μια πλαστική σακούλα του μπακάλη γεμάτη με τΆ άχρηστα! Την τρύπησε μερικές φορές με πηρούνι και την πέταξε στα κύματα, που σήκωναν οι προπέλες τους! Η σακούλα δεν βούλιαξε. Πήρε το δρόμο για την ερημική παραλία. (Ίσως να ήθελε με την πράξη του να μας τιμωρήσει για την απρέπειά μας, να τους μαλώσουμε)!
– Να μην έχω το δίκαννο, είπε ο Γιάννης. Να τους γεμίσω αλατιές!
– Να μην έχω τον Κάρο, είπα εγώ, να τους δώσει μαθήματα τακτικής κι ευαισθησίας!


Ο συνταξιδιώτης μου ο Κάρο!
Ο Κόρο δεν ήταν Ιταλός. Ούτε ελληνικό επώνυμο. Ήταν ένα κόκερ δανέζικο με πυκνό τρίχωμα. Συνταξιδέψαμε μια βδομάδα, Σαρωνικό, Κορινθιακό, Ιόνιο.
Το σκάφος ήταν δικάταρτο. Πενήντα πόδια μήκος, δεκατέσσερα πλάτος.
Ναυπηγημένο στη Βρετάνη από δρυ και μαόνι. Το κατάστρωμα στρωμένο με ιρόκο. (Από μεράκι του Κεφαλλονίτη πλοιοκτήτη). Σαλπάραμε με υπογραφή. (Είχε απαγόρευση απόπλου). Χωρίς πανιά. Καιρός κατάπλωρα. Με μηχανή στους 9 κόμβους. Μου έκανε εντύπωση ο Κάρο. Με το ξεκίνημα πήγε στην πλώρη, δίπλα στο μπαστούνι. (Φορέσαμε νιτσεράδες). Στήθηκε κοιτάζοντας με προσοχή τη θάλασσα. Δεν κουνήθηκε από το πόστο του, ούτε στα σκαμπανεβάσματα, ούτε όταν καταβρέχτηκε από χοντρές πιτσιλιές!
– Βέρος θαλασσόλυκος ο Κάρο, σκέφτηκα. Μοναδικός σκάπουλος. Περάσαμε τη ράδα με τα φουνταρισμένα βαπόρια. Κάποια στιγμή ο Κάρο άρχισε να γαβγίζει, κοιτάζοντας τη θάλασσα! Δεν υπήρχε εξήγηση. Δεν έδωσα σημασία. Ούτε όταν έφυγε από το πόστο του και ήρθε τρέχοντας μέχρι την πρύμη, χωρίς να πάψει να γαβγίζει θυμωμένα! Εδώ, σκέφτηκα, τα χαλάσαμε! Φτάσαμε σε ανεξήγητα… Τη δεύτερη φορά που γίνηκε η ίδια διαδρομή, βρέθηκα στην τιμονιέρα. Είδα τον Κόρο να γαβγίζει μια μαύρη σακούλα γεμάτη σκουπίδια, που πέρασε δίπλα από το σκάφος. Τρίτη φορά ήτανε ένα πλαστικό μπιτόνι. Μπήκα σε σκέψεις. Είχε ενόχληση από τα πλεούμενα; Γιατί δεν γάβγιζε τις βάρκες ή την μπάλα που παίζανε τα παιδιά, όταν φουντάραμε μετά την Κόγχη στη Σαλαμίνα; Επίσης έμαθα και κάτι άλλο. Ο Κάρο δεν είχε
λερώσει ποτέ το σκάφος. Όταν ήμασταν αρόδου τον έβγαζε ο ναύτης στη στεριά με το βαρκάκι. Όταν πέφταμε δίπλα σε προβλήτα, πάλι με το ναύτη, πήγαινε για τη φυσική του ανάγκη.


Το μυστήριο λύθηκε στα Τριζόνια!
Βουτήξαμε για μπάνιο. (Μοναδικό σκάφος). ο Κάρο πήδησε και κολύμπησε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κολύμπησε αρκετή απόσταση. Κάτι είχε δει. Πήγε και πήρε στο στόμα του ένα άσπρο κεσεδάκι από γιαούρτι, που έπλεε στην επιφάνεια! Συνέχισε το κολύμπι μέχρι τις ελιές, όπου πήγε και το ακούμπησε σε μιαν άκρη. Δεν ήτανε τυχαίο. Το ίδιο έγινε σε μιαν αβάλη κοντά στον Αστακό. Χωρίς υπόδειξη. Πήρε από τη θάλασσα ένα παλιοπάπουτσο του τένις και το πήγε έξω στα σκίνα. Στα Σύβοτα, στη Λευκάδα, έβγαλε ένα πλαστικό μπουκάλι από ξύδι και το άφησε έξω στο ταβερνάκι με τα κόκκινα γεράνια. Τον Κόρο τον ενοχλούσε η ρύπανση! Έδινε ο ίδιος μαθήματα τακτικής κι ευαισθησίας! Φτάσαμε στην ?σσο, στην Κεφαλονιά. Βγαίναμε όλοι με τη βάρκα. Περάσαμε δίπλα από ένα επαγγελματικό τουριστικό. Ένα χέρι, από το φιλιστρίνι, άφησε ένα κονσερβοκούτι και μια λεμονόκουπα. Ο Κάρο είδε την κίνηση. Πήδηξε στο νερό. Κολύμπησε με δύναμη. Δεν πρόλαβε το κονσερβοκούτι. ?ρπαξε τη λεμονόκουπα και τράβηξε για τη στεριά. Ήτανε πρωτοπόρος ο Κάρο. Ένας πρόσκοπος στην αντιρρύπανση. Έζησε χρόνια, γέρασε, αλλά έμεινε πιστός στη συνήθειά του. Μια μέρα βραβεύτηκε. Από ένα κρούζερ, που τον παρακολούθησαν, του χτύπησαν παλαμάκια γιο την πράξη του. Ήταν άγνωστοι! Σήμερα δεν υπάρχει. Ούτε συναντήσαμε κανέναν άλλο με τέτοιο ευαισθησία. Υπάρχουν όμως οι άνθρωποι και μας τον θυμίζουν!