Ναυαγοποιοί

ΝΑΥΑΓΟΠΟΙΟΙ

ΣΆ ΑΠΟΚΡΗΜΝΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

ΔΟΛΙΟΙ ΦΑΡΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
ΚΙ ΑΠΑΤΗΛΑ ΜΕΣΑ ΝΑ ΠΡΟΚΑΛΟΥΝ
ΝΑΥΑΓΙΑ ΑΠΟ ΧΕΡΣΑΙΟΥΣ ΠΕΙΡΑΤΕΣ

του Χάρη Εφτανησιώτη

Ποιοί και πώς ξεκίνησαν τους «πυρσούς»



Στην αρχαιότητα, τις αφέγγαρες νύχτες, στα δύσκολα περάσματα, ανάβανε φωτιές πάνω σε ψηλούς βράχους. Φωτιές, με δαδιά, ρετσίνια, ξύλα και κάρβουνα για να βοηθήσουν τους ναυτιλομένους.

Οι ιστοριοδίφες στηρίχτηκαν στις δύο λυβικές λέξεις “τύρ – ίς”, που σήμαινε “πύργος – φωτιά” για να θεωρήσουν πως τις ξεκίνησαν, πρώτοι, οι Λυβοφοίνικες κι ακολούθησαν οι Έλληνες με το “τύρρης” κι αργότερα οι Λατίνοι με το “turris”.

O Όμηρος, από τα μυθικά χρόνια, έκανε λόγο όταν η Θέτιδα χάρισε στο γυιό της Αχιλλέα μιαν ασπίδα. Παρομοίασε τη λάμψη της πως ήταν “ίδια με το φως καιομένου πυρός, όπως το διακρίνουν από μακριά οι ναυτικοί”(ΙΛΙΑΔΑ Τ375)

Αργότερα χτίστηκαν πύργοι, με φωτιά στην κορυφή, για να ξεχωρίζει η φλόγα τους μακρύτερα. Τους ονόμασαν “πυρσούς”.

Οι πηγές που προσδιορίζανε τις θέσεις των πυρσών, είναι λιγοστές. Μερικές, σ΄αρχαία κείμενα, επιγράμματα, οδοιπορικά, νομίσματα και σε απεικονίσεις σε αγγεία.

Το 282 π.Χ. ο πυρσός πάνω στον πέτρινο πύργο της Αλεξάνδρειας, άλλαξε ονομασία. Χτίστηκε πάνω στο νησάκι “Φάρος” και πήρε το όνομά του!
O φάρος της Αλεξάνδρειας θεωρήθηκε ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου! Είχε ύψος 130-160 μέτρα και η φωτοβολία του έφθανε σε απόσταση περίπου 60 μίλια!

Ο αρχαιότερος φάρος χτίστηκε στην Τροία, στο ακρωτήριο Σίγειο (σημερινό Γενή Σιέρ Μπουρνού). Εκεί υπήρχε λιμάνι, ναύσταθμος και στρατόπεδο των Αχαιών.

Ακολούθησε ο φάρος στα βραχονήσια Μυρμήγκια, ανάμεσα στη Σκιάθο και Μαγνησία. Την τοποθεσία την υπέδειξε ο πιλότος Πάμωνας του Σκυριανού και την έχτισε ο Ξέρξης το 480 πΧ. Σκοπός του να περάσει τον στόλο του από τη Θεσσαλομαγνησία, να κατέβει στο Αρτεμήσιο κι από εκεί στον Σαρωνικό Κόλπο.

Ξυλάρμενο καράβι, ψάχνει για φάρο!



Η ιστορία που ακολουθεί συνέβηκε τον 17ο αιώνα, σε μια νυχτιάτικη καταιγίδα στις ακτές της γαλλικής Βρετάνης, κι είναι πέρα για πέρα αληθινή.

Ένα γέρικο ιστιοφόρο, προερχόμενο από την Αγγλία, πάλευε να κρατήσει κάποια πορεία. Ο αέρας και τα κύματα είχανε ξεριζώσει τα ξάρτια, ξεσκίσει γάπιες, κουρελιάσει πανιά, κι οι μακαράδες δεν δουλεύανε. Τα κύματα είχαν αρπάξει τη δεμένη βάρκα του, τον μπούσουλα με τη θήκη και σε λίγο πήρανε το μοναδικό του φανάρι!

Για να πολεμήσουν τα σκοτάδια, ανάψανε στουπί βουτηγμένο στο κατράμι και το στερεώσανε στο πλωριό κατάρτι. Επειδή μπάζανε νερά συνέχεια κι η χειροκίνητη αντλία δεν τα προλάβαινε, ο καπετάνιος ξαλάφρωσε το καράβι. Πετάξανε στη θάλασσα μπαλότα, μπαγκάζια, βαρέλια, κάδους, μαδέρια κι άρμενα. Δεν καταφέρανε τίποτα…

Ήταν ένα ακυβέρνητο κι ανυπεράσπιστο καράβι στα χέρια της θάλασσας, σε περιοχή μ΄απόκρυμνους βράχους, πολυάριθμα νησάκια και βίαια ρεύματα. Το μόνο σίγουρο “χέρι βοηθείας” μέσα στη θεομηνία ήταν ένας φάρος, η στερνή τους ελπίδα.
( Ο Βίκτωρ Ουγκώ, που έζησε 18 χρόνια εξόριστος στα αγγλονορμανδικά νησιά, Τσέρσυ και Γέρνσυ, σΆ ένα από τα στερνά του βιβλία, μας έδωσε λεπτομέρειες. Οι φάροι του 17ου αιώνα είχανε μπαλκόνια, κάγκελα, πυργίσκους, κουβούκλια κι ανεμοδείκτες. Στην κορφή, γύρω από την εστία της φωτιάς, είχανε μανάλια και χοντρά σκοινιά βουτηγμένα στο ρετσίνι.

Από το 1610, σ΄αρκετούς φάρους, είχανε βάλει φυσερό πίσω από τη φωτιά, που δούλευε συνέχεια, με μια σειρά από κρεμασμένα, πέτρινα βαρίδια. Οι τοίχοι και τα δωμάτια ήτανε στολισμένα με πανοπλίες, άρματα, σημαίες, παρδαλά λάβαρα, μέχρι κι επιγραφές!

Μια επιγραφή στον φάρο του Εντιστον, γράφει ο Ουγκώ, διατυμπάνιζε “ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ”. Την ίδια είχε και φάρος στο Πλύμουθ. Σε μια θύελλα, μπήκε να τον λειτουργήσει ο Βιστάνλεϋ, που τον έχτισε, και τους σάρωσε η φουρτούνα και τους δύο!

Δολεροί φάροι από την αρχαιότητα μέχρι…



Το εφεύρημα με τα “απατηλά φανάρια” είναι γαλλική ιδέα και εκτέλεση, όμως οι “δόλιοι φάροι” ξεκίνησαν πολλούς αιώνες νωρίτερα, από την αρχαιότητα!

Πρώτος διδάξας, όπως έγραψε ο Ακαδημαϊκός Στέλιος Λυκούδης, ο ποντοπόρος Ναύπλιος, που άναψε δολερές φωτιές στον Καφηρέα για να εξοντώσει τους τρεις Αχαιούς, κατηγόρους του αθώου παιδιού του! (Στην Τροία, ο Οδυσσέας με τον Αγαμέμνονα και τον Διομήδη ενοχοποίησαν τον γυιό του, Παλαμήδη, κρύβοντας στην σκηνή του χρυσάφι και πλαστό γράμμα του Πρίαμου, για προδοσία!)

Ο Παλαμήδης ήταν πάνσοφος, στρατηγικός, γιατρός, αστρονόμος, ποιητής και σε πολλά εφευρέτης. Το Δικαστήριο των Αχαιών τον καταδίκασε σε θάνατο, χωρίς απολογία, και καταπλακώθηκε με πέτρες σ΄ένα ξεροπήγαδο, παρ΄όλο που φώναζε πως ήταν αθώος. ( Οι δύο κατήγοροι τον ζηλεύανε και τον Οδυσσέα τον είχε ξεσκεπάσει, όταν παρίστανε τον “τρελό”, σπέρνοντας αλάτι στο χωράφι του για να μην πάει στην Τροία…)

Με τον άδικο χαμό του Παλαμήδη αγανάκτησαν γνωστοί σύγχρονοι και μεταγενέστεροι, όπως οι Αχιλλέας, Σωκράτης, Φιλόστρατος και Ευρυπίδης. Από την Τροία, ο άλλος γιος του Ναύπλιου, Οίακας, έκλεβε κάπου – κάπου κουπιά από Αχαϊκά πλοία, χάραζε σ΄αυτά το φονικό του αδελφού του κι όταν φυσούσε ανατολικός άνεμος, τάριχνε στη θάλασσα μήπως φτάσει κάποιο στα χέρια του πατέρα του. Ο Ναύπλιος, επειδή δεν είχε, για χρόνια, νέα από τα παιδιά του, πήγε στην Εύβοια. Εκεί, στον κόλπο της Οχθονιάς, από τύχη, ψάρεψε ο ίδιος ένα κουπί κι έμαθε για το κακούργημα!

Τότε, φοβερά οργισμένος, αποφάσισε να εκδικηθεί. Όταν πληροφορήθηκε πως επέστρεφαν τα πλοία τους από την Τροία, άναψε “δολερές φωτιές” στα βράχια του Καφηρέα, κατά διαστήματα. Τα καράβια που πλησιάζανε στα στενά, πιστεύανε πως οι πυρσοί ήταν από άλλα προπορευόμενα σκάφη και προσπαθούσαν να περάσουν ανάμεσά τους!

Τα βράχια γέμισαν πτώματα, συντρίμμια και κουπιά! Όσοι γλυτώσανε, σφαγιάστηκαν στον Κόλπο από τους πολεμιστές του Ναύπλιου!
Όταν το πρωινό διαπίστωσε ο ίδιος πως οι εχθροί του, για διάφορους λόγους, είχανε γλυτώσει κι αυτός είχε οδηγήσει στο θάνατο αθώους Αχαιούς, έπεσε από ψηλά πάνω στα βράχια και σκοτώθηκε…

Ακολούθησαν χρονικά οι “δόλιες φωτιές” στη Σαλμυδησό, από τους Αστούς Θρακίου, που ζούσανε στην παραμεθόριο, σε κάστρα. Ήτανε μια αλίμενη κόλπωση στο ΝΔ Θρακικό Βόσπορο, που εκτεινόταν από τις Κυανές Πέτρες ώσαμε τη Θυνιάδα Ακρα.

Οι Αστοί, διαρπάζανε τα υπάρχοντα από τους ναυαγούς, τους σκοτώνανε και ξαναγυρίζανε ανενόχλητοι στα κάστρα, γιατί είχανε ειδικά αστικά προνόμια!

Περάσανε αρκετοί αιώνες μέχρι να εμφανιστούν οι “χερσαίοι πειρατές” στη Βορειο- αφρικανική ακτή και τον Μεσαίωνα στη Νορμανδία και στη χερσόνησο της Βρετάνης, πούχε απόκρημνους βράχους κι ορμητικά ρεύματα.

Ονομαστοί οι δύο όρμοι, των “Πεθαμένων” και της ” Πανωλεθρίας”! Oι ίδιοι, οι Γάλλοι, τους αποκάλεσαν “neufrageurs” (=ναυαγοποιούς), γιατί δεν πρόσμεναν μόνο αγαθά από τη μανία της θάλασσας αλλά προκαλούσαν ναυάγια με απατηλά μέσα και θανάτωναν όσους επιζούσαν!

Οι Σπανιόλοι στο Βισκαϊκό είχανε στέκι λίγο πιο κάτω από το Φινιστέρο, στην “Κόστα ντε λα Μουέρτε” (= Aκτή του Θανάτου). Οι Αγγλοι στο Χένακλιφ της Κορνουάλης και το αγγλονορμανδικό νησάκι Αλντερεϋ, στη Μάγχη. Μνημονεύονται ακόμη κι οι καλόγεροι του Σωσαί! Λεηλατούσανε τα τσακισμένα καράβια και ρίχνανε τους ναυαγούς στα βάραθρα! Τέλος, λέγεται πως στην Ελλάδα, πριν και μετά την Επανάσταση, υπήρχανε χωριά στη Μάνη, που τα όργανα της τάξης δεν τολμούσαν να πατήσουν το πόδι τους…

Χερσαίοι πειρατές αντιμετωπίζουν τη Θεία Δίκη



– Καράβι στη πλώρη μας! φώναξε ο σκάπουλος κι όλοι διακρίνανε στα σκοτάδια φανάρι που κουνιόταν πέρα-δώθε. Πρέπει κάποιο ιστιοφόρο να σκαμπανέβαζε στα κύματα και το φανάρι του ταλαντευόταν!

Η απόσταση μίκραινε και οι ελπίδες μεγαλώνανε. Θα μπορούσε να τους ρίξει ένα κάβο να σωθούν. Ο καπετάνιος, πρώτος, ξεχώρισε τους βόγγους μέσα στο χαλασμό. Τη βουή της θάλασσας που σκάει πάνω σε βράχια!

Σε τέτοια τρικυμία όμως, ήταν αδύνατο να ρίξει σκαντάγιο και να μετρήσει πόσες οργιές απείχε ο βυθός. Ήταν αδύνατο να καταλάβουν πως είχανε συρθεί με δολερό, σατανικό τέχνασμα πάνω στα βράχια. Χωριάτες είχανε δέσει φανάρι στα κέρατα αγελάδας και την τραβούσανε σε κακοτράχαλο μονοπάτι!
Μια δολερή παγίδα, που τη θεώρησαν οι θαλασσοδαρμένοι, σωτηρία!

Το γέρικο καράβι ακολούθησε την τύχη του. Στους βόγγους της θάλασσας προστέθηκαν κραυγές από ναυαγισμένους που ζητούσαν βοήθεια. Χωριάτες, κρατώντας φανάρια πλησιάσανε κοντά τους. Είχανε μαχαίρια, τσεκούρια και τρίαινες, όλα τα φονικά μέσα, για να σκοτώσουν, να γδύσουν, να κόψουνε δάχτυλα και να πετάξουνε τα κουφάρια τους πίσω, στην ανελέητη θάλασσα.
Αυτή, χάρις στα ορμητικά και ακανόνιστα ρεύματα, τα ξεμάκραινε γρήγορα από τις ακτές, για να μη μαρτυράνε τα κακουργήματά τους.

?λλοι, μΆ αρπάγες, γάντζους και σκοινιά σιγουρεύανε τα τσακισμένα καράβια μέχρι να σηκώσουνε τα πολύτιμα πούχανε τα΄αμπάρια τους. Εκείνη τη νύχτα, το πολυτιμότερο ήταν ένα βαρέλι με ρούμι και νταμιτζάνες με κρασί!

Το χάραμα, το πλιάτσικο είχε τελειώσει. “Πειρατές και θάλασσα είχανε μοιράσει τη λεία τους”. Όλα τα δώρα της νύχτας, χρήσιμα και άχρηστα, είχανε μεταφερθεί από γυναίκες στα σπιτικά τους. Στον τόπο του ναυαγίου πλέανε μόνο συντρίμμια και κανένα μαδέρι.

Τώρα, μονάχα ο Θεός θα μπορούσε να τιμωρήσει τους “πειρατές της νύχτας” γιατί ήτανε ο μόνος μάρτυρας. Το γλέντι κρατούσε ακόμα, γιατί οι “ναυαγοποιοί”, τύφλα στο μεθύσι, είχαν ανακαλύψει κάσες με μικρά μπουκάλια ποτά, πούχαν άγνωστο περιεχόμενο.

Αγροίκοι κι αγράμματοι προσπάθησαν, αδειάζοντάς τα στο στομάχι τους να προσδιορίσουν τι ποτά ήτανε τα γλυκά και τα πικρά που γεύονταν για πρώτη φορά!
Κάποτε τα γέλια από τους μεθυσμένους δώσανε τη θέση τους σε θρήνους, όταν οι γυναίκες τους βλέπανε να σπαράζουν ή να πέφτουν ξεροί καταγής.

Ήταν η Θεία Δίκη! Δεν ήτανε ποτά αλλά φάρμακα, που θανατώσανε πολλούς ναυαγοποιούς από τα χωρά Πλαζεβέ και Πλωβάν!
Από τους ομαδικούς θανάτους, έγινε γνωστή η ιστορία για τη δράση που είχαν οι “ναυαγοποιοί” στη Βρετάνη, κι έτσι σε μένα απόμενε να βρώ τους αρχαίους πυρσούς και τους δολερούς φάρους.

Οι κατοπινοί “ναυαγιοσυλλέκτες”



Στους επόμενους αιώνες, το σκηνικό άλλαξε. Λίγο πιο κάτω, στον Κόλπο Σαιν Μισέλ, τα νερά από την παλίρροια ανεβαίνανε 15 μέτρα και στη ρηχία, όταν φεύγανε, φανερώνανε μιαν αμμουδιά επτά χιλιόμετρα! Εκεί στον Κόλπο, ζούσανε φιλήσυχοι, ακίνδυνοι, γηραλέοι “ναυαγιοσυλλέκτες”.

Τα πρωινά μαζεύανε κάθε τι πούχε κουβαλήσει η παλίρροια τη νύχτα. Χοχλάδια, αχιβάδες, σταυρούς, φελά κι αμέτρητα ξυλαράκια.

Τα κουβαλούσανε στις καλύβες τους. Τα βάφανε, τα συναρμολογούσανε φτιάχνοντας ζωάκια κι αστείες καρικατούρες και τα πουλούσανε στα παιδάκια, να βγάλουνε το ψωμί τους.

Καμμιά φορά – πολύ σπάνια – έφτανε στα χέρια τους μια περίεργη, πηχτή, κίτρινη μάζα. Έβγαινε από τις ψόφιες φάλαινες! Ήτανε η “άμπρα”. Το “άμβαρο”, σε παλιά ονομασία : “ήλεκτρo”.

Τότε κάνανε την τύχη τους! Τρέχανε στην πόλη να πουλήσουν τη μάζα στους αρωματοποιούς και λιγότερο στους ζαχαροπλάστες. Ήταν η μοναδική τους ευκαιρία να σταματήσουν το σκουπιδομάζεμα στην ερημιά και να περάσουν τα γηρατειά τους, με μικροανέσεις, σε πολύβουη πόλη!